postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology

clinical philosophy κλινική φιλοσοφία Filosofia clínica , scholar google "θεωρητικη ψυχολογια" "φιλοσοφικη ψυχολογια", scholar google "Theoretical philosophical psychology", postpsychology, metapsychology, ΜΕΤΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Μεταψυχολογία, POST Theoretical philosophical psychology, θεωρητικη φιλοσοφικη ψυχολογια, Theoretical philosophical psychology, φιλοσοφικη ψυχολογια, philosophical psychology, θεωρητικη ψυχολογια, Theoretical psychology, META Theoretical philosophical psychology, postΜΕΤΑpsychology, postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology, νοοόντι

scholar google

scholar google
  1. Μηχανή αναζήτησης ελληνικών ψηφιακών βιβλιοθηκών http://openarchives.gr/
  2. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (EAΔΔ) http://phdtheses.ekt.gr/eadd/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

love dance

From Φ

3. American courts pornography

3. American courts pornography
.
3. American courts have not yet settled in a satisfactory definition of what constitutes pornography
.
  1. American courts have not yet settled on a satisfactory definition of what constitutes pornographic material
  2. Τα αμερικανικά δικαστήρια, δεν έχουν ακόμη καταλήξει οριστικά, σε κάποιον ικανοποιητικό ορισμό του τι αποτελεί πορνογραφικό υλικό
.
American courts have not yet settled in a satisfactory definition of what constitutes pornography

πορνογραφία ή πορνογραφικό υλικό

Do women realy watch porn?

is women morale, to watch the porn?

Are women morally, to watch porn?

is morale, to watch porn the women?

Είναι ηθικό, για να παρακολουθήσουν πορνό οι γυναίκες;

is spiritual dryness, to watch porn the women?

is spiritual dryness, to watch porn the women?

is spiritual dryness, to he watch porn, the human?

is morale, to watch pornography, the human?

obscene επίθ. άσεμνος, αισχρός
obscenely επίρρ. άσεμνα, αισχρά: talk obscenely αισχρολογώ














4σεμνός. Δείτε επίσης: bashful - decent - demure - diffident - discreet - inconspicuous - modest -prim - retiring - serious - unassertive - unassuming - unobtrusive - unostentatious -unpresuming




4 σεμνός . Δείτε επίσης: bashful - decent - demure - diffident - discreet - inconspicuous - modest - prim - retiring - serious - unassertive - unassuming - unobtrusive - unostentatious - unpresuming


6σεμνότητα. Δείτε επίσης: decency - demureness - immodest - modesty - pudicity



6 σεμνότητα . Δείτε επίσης: decency - demureness - immodest - modesty - pudicity



σεμνός `σεβαστός, μεγαλόπρεπος
σεμνός=σεβαστός + μεγαλόπρεπος;
impressively modest respected
impressively=modest + respected?
modes' respected, majestic
modes=respected + majestic?


.


demure
.

1demure[dimiUr]
επίθ. (υποκριτικά) σεμνός, συνεσταλμένος, αιδήμων ή ντροπαλός: demure look ντροπαλή ματιά # μτφ. χαμηλοβλεπούσα, χαμηλοθωρούσα
.
1ο.άκρο: demure, [υποκριτικώς και ανοήτως: δεν κατανοώ (νοώ), τις αιτίες, την λογική, να καλύπτω το σώμα μου με ύλη (ύφασμα), ΑΛΛά, με πάρα πολύ υπερβολικώς πολυέντονη καταμανία, υπερπολυκαταπιέζω, να καλύπτω το σώμα μου με ύλη (ύφασμα)]
2ο.κακή κλήση, φιλικό γαμήσι (έρωτας-συνουσία φιλικώς, [όχι εχθρικώς]), «κακοβούλως - διαβολικώς», καταστροφικώς, κακοστροφικώς-ά
3ο.φιλικό γαμήσι (έρωτας-συνουσία φιλικώς), καλοβούλως + καλλοβούλως, δημιουργικώς


. unassuming

1unassuming[anasiUming]
επίθ.
σεμνός, συνεσταλμένος # απλός, ανεπιτήδευτος

σεμνός -ή -ό [semnós] Ε1 : 1. του οποίου η συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από σεβασμό των συμβάσεων του κοινωνικού περίγυρου και εκδηλώνεται με συστολή και διακριτικότητα: Σεμνή κοπέλα. Σεμνό ντύσιμο. 2.που δε θέλει να προβάλλει τον εαυτό του, που δεν επαίρεται, δεν κομπάζει για τις επιτυχίες ή τις ικανότητές του: ~ επιστήμονας. ~ ομιλητής. σεμνά ΕΠIΡΡ: Φέρεται / ντύνεται ~. Έζησε ~ όλη του τη ζωή.
[λόγ. < αρχ. σεμνός `σεβαστός, μεγαλόπρεπος΄ κατά τη σημ. της λ. σεμνότητα]


ακατανόητη σεμνότητα
incomprehensible modesty

ηθική η [iθikí] Ο29 : 1α. το σύνολο των θεσμοθετημένων κανόνων μιας κοινωνίας που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων με βάση το κοινωνικά αποδεκτό, το καλό και το κακό: Bικτοριανή ~ . Σύμφωνα με την παραδεδεγμένη ~. H ~ της αστικής τάξης στις αρχές του αιώνα. β. υποκειμενική αντίληψη και ατομική στάση απέναντι στη συγκεκριμένη κοινωνική ηθική: Aυτά είναι σύμφωνα με τη δική σου ~. || η ηθικότητα. || H ~ με τη στενή της έννοια, η σεξουαλική ηθική. 2α. κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και μελετά τις πράξεις των ανθρώπων ως προς τη θετική ή αρνητική τους αξία, που έχει δηλαδή για αντικείμενο την εκτιμητική κρίση, αφού αναφέρεται στη διάκριση του καλού και του κακού. β. η διδασκαλία περί ηθικής: H σωκρατική / η καντιανή ~. Xριστιανική ~. || το σύγγραμμα περί ηθικής. [λόγ. < ελνστ. ἠθική ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἠθικός & σημδ. γαλλ. morale] ηθική η [iθikí] Ο29 : 1α. το σύνολο των θεσμοθετημένων κανόνων μιας κοινωνίας: αυτό, ρε μπερδεμένε, είναι η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ηθική [της δυσκολευόμενης ολιγόνοης μάζας νώων], η κοινωνική έννοια της ηθικής ΚΑΙ η φιλοσοφική, φιλοσοφημένη, ορθότερη, λογικότερη, καλλλότερη, πανθεϊκότερη, είναι και αρμόζει να είναι (οδηγός σου να είναι), ότι σου πουν οι φιλόσοφοι, οι ενπνευσμένοι φιλόσοφοι. Αυτούς θα υπακούσεις και θα νοείς γιά την έννοια της λέξης ηθική και σεμνό και γιά όλες της λέξεις και της έννοιες-τα νοήματα των λέξεων τα οποία νοήματα-θεωρίες-έννοιες, κατόπι, θα προσπαθήσεις μετρίως και όχι μανιωδώς να τα εφαρόσεις στην πράξη.

ηθική "είναι", Οι ιδέες των φιλοσόφων..ή,
του σοφού.. (παντός-θεού)

ηθικό-καλό-σωστό, "είναι", ότι είναι-υπάρχει-βρίσκεται-έχεται, στο παν-θεό, δηλαδή, το όλο, δηλαδή, το τίποτε, δηλαδή, το κάτι, δηλαδή τα όλα, δηλαδή όλα. Γιά τους ανθρώπους και γιά άλλα στοιχεία του παντός, έχω νοήσει, κάποια τάση-ροή, έλξης, ότι έλκοντε, (πολύ-ιδιαίτερα-έντονα), από τα ευάρεστα-ευχάριστα, [πρωτευόντως] και δευτερευόντως έλκοντε από τα ουδέτερα και τριντευόντως, έλκοντε (απωθούντε), από τα δυσάρεστα. (ότι νομίζουμε-πιστεύουμε ως ευάρεστα-ουδέτερα-δυσάρεστα, με την από εμάς, [υποκειμενική] γνώμη-πίστη-νόμη-άποψη-κρίση-ιδέα).

Κάποτε, νομίσαμε-πιστέψαμε-κρίναμε, ότι, είναι δυσάρεστο-κακό-αηθικό: η κλοπή, το δημόσιο γαμήσι, η δημόσια γύμνια, ..

Αίσθηση ανάγκης. Αλλαγή κονωνικής γνώμης. Αλλαγή κρατικών νόμων. Χρονική διαφορά, από την αλλαγή της ανάγκης-τάσης, μέσω της νόησης-αίσθησης των εύνωων, ως την αλλαγή της κρατικονομικής νόησης-αίσθησης, μέχρι της κοινωνικής αίσθησης..

αισθανόμενη ανάγκη-τάση,
νόηση-αίσθηση εύνωων,
κρατικονομικής νόησης-αίσθησης,
κοινωνικής αίσθησης..
πράξει-πράξη νέων ιδεών από το πλήθος-πλείστους

Οι γενικοί παρατηρητές-οι λειτουργούντες με γενίκοτερη θεώρηση-θέα, νοούν νωρίτερα-ταχύτερα-γρηγορότερα
και έποντε το κράτος-νόμοι οι περισσότεροι-πλειονοψηφία και η πρακτοποίηση.

Οι φιλόσοφοι, [εύνωοι-εύπνοοι], (εύνωο-ευκόλως πιστευτό), νοούν καλλλύτερα και γρηγορότερα.
Φιλόσοφοι "είναι", όποιοι, ασχολούντε, με την σοφία, [με το παν-θεό]..

Τα δικαστήρια-κρατικοί νόμοι, είναι αργότεροι-έχουν ολιγότεροι νοητική-πνευματική ταχύτητα, από τους φιλόσοφους, αφού-επειδή και ασχολούντε περισσότερο, με την πράξη-πρακτική-όχλο-κενωνία-μάζα-πλήθος, (με τους δυσκολευόμενους), και ασχολούντε ολιγότερο με την σοφία-παν-θεό..

Τα: μουνιά-πούτσοι-βυζά-κώλοι και η χαλάρωση-ελευθέρωση, των ανθρώπινων μυαλών-ιδεών-νωών με τα θέματα τα οποία σχετίζοντε με μουνοψωλοβυζόκολα και η αύξηση του βαθμού αξίας-ποιότητας των ανθρώπινων μυαλών-νωών, αυξάνεται...βελτιώνεται-αναπτύσεται-προοδεύει η αξία η ποιότητα του νωώς.

thinker

From Φ