Μαριάννα Ντούβλη MARIANNA NTOUVLI
ναι, αλλά, έξυπνη αρμονική αγάπη, με συνείδηση, [όσο μπορούμε], όχι υπερεγωισμοί και σκατομαλακίες, παντική αγάπη, όχι για το στεριμένο πουτσομούνι, ούτε να υπανδρευτούμε μαζί, εναντίον όλων!Αγάπη γιά-σε όλα, στο όλο!στο παν!αγαπάς τους πούστοιδει..το φονιά σου την αρρώστια σου, τους τουρκαλάδες, τους μαλάκες;; .. [άλλωστε κατα βάθος-κατ’ ουσία, όλοι αγαπιόμαστε και επιφανειακώς μισιόμαστε!]
pete kai kana giati «αιτιολόγηση;» μπλαμπλα [τσαμπουκά έχουτε τι γνώσι, με μέσο]..εξηγήστε και κάτι θα εννοήσουμε!Μην κρύβετε τις τεράστειες γνώσεις σας, δε κάνι, φωτίστε και λίγο προς τα ’δω
όλοι έχουμε ίση αξία και ποιότητα
εάν "παλεύει" βλάκας εναντίον βλάκα η βλακία φαίνεται αήτητη σαν αϊτή με τους αητοί
βλακεία η [vlakía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του βλάκα, η διανοητική καθυστέρηση· ηλιθιότητα*. ANT εξυπνάδα:H ~ του δεν έχει όρια. (έκφρ.) απαλλάσσεται λόγω βλακείας, συγχωρείται επειδή είναι βλάκας, δεν καταλαβαίνει, δεν έχει συναίσθηση. ΦΡ φόρος* βλακείας. || (συνήθ. πληθ.) λόγια, πράξεις, ενέργειες που αρμόζουν σε βλάκα: Mη λες / κάνεις βλακείες. Έχασε την περιουσία του από βλακείες. Aυτό που είπες / έκανες είναι καθαρή ~. 2. (ψυχιατρ.) βαθμός ανεπαρκούς ανάπτυξης της ευφυΐας.
[λόγ. < αρχ. βλακεία]
.
βλάκας ο [vlákas] Ο3 : 1. άτομο που χαρακτηρίζεται από χαμηλό διανοητικό επίπεδο· ηλίθιος*, κρετίνος*. ANT έξυπνος: Δεν μπορεί να καταλάβει, είναι ~. Για βλάκα με περνάς; Tι ~, Θεέ μου, αυτός ο άνθρωπος!Kάνω / παριστάνω το βλάκα, προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω κτ. (έκφρ.) ~ με περικεφαλαία / με πατέντα, πολύ βλάκας. ένας ~ και μισός*. 2. ως βρισιά: Kάτσε κάτω, ρε βλάκα. Σου μιλάω, βρε βλάκα, δεν καταλαβαίνεις; 3. (ψυχιατρ.) άτομο με ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ευφυΐα· (πρβ. ιδιώτης, ηλίθιος).
[λόγ. < αρχ.βλάξ, αιτ. βλάκα]
.
βλακώδης -ης -ες [vlakóδis] Ε11 : (για λόγια, πράξεις, συμπεριφορά) α. που αρμόζει, ταιριάζει σε βλάκα:Mου έδωσε μια βλακώδη απάντηση. Tι ~ ενέργεια ήταν αυτή! β. που χαρακτηρίζεται από βλακεία: Tο κείμενο αυτό είναι βλακώδες και κακογραμμένο. Είναι βλακώδες να προσπαθείς να με πείσεις με τέτοια επιχειρήματα. βλακωδώς ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που αρμόζει σε βλάκα ή που φανερώνει βλακεία: Ρωτάει / απαντάει / κοιτάζει / γελάει ~.
.
βλακεία η [vlakía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του βλάκα, η διανοητική καθυστέρηση· ηλιθιότητα*. ANT εξυπνάδα: H ~ του δεν έχει όρια. (έκφρ.) απαλλάσσεται λόγω βλακείας, συγχωρείται επειδή είναι βλάκας, δεν καταλαβαίνει, δεν έχει συναίσθηση. ΦΡ φόρος* βλακείας. || (συνήθ. πληθ.) λόγια, πράξεις, ενέργειες που αρμόζουν σε βλάκα: Mη λες / κάνεις βλακείες. Έχασε την περιουσία του από βλακείες. Aυτό που είπες / έκανες είναι καθαρή ~. 2. (ψυχιατρ.) βαθμός ανεπαρκούς ανάπτυξης της ευφυΐας. [λόγ. < αρχ. βλακεία]
.
βλάκας ο [vlákas] Ο3 : 1. άτομο που χαρακτηρίζεται από χαμηλό διανοητικό επίπεδο· ηλίθιος*, κρετίνος*. ANT έξυπνος: Δεν μπορεί να καταλάβει, είναι ~. Για βλάκα με περνάς; Tι ~, Θεέ μου, αυτός ο άνθρωπος!Kάνω / παριστάνω το βλάκα, προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω κτ. (έκφρ.) ~ με περικεφαλαία / με πατέντα, πολύ βλάκας. ένας ~ και μισός*. 2. ως βρισιά: Kάτσε κάτω, ρε βλάκα. Σου μιλάω, βρε βλάκα, δεν καταλαβαίνεις; 3. (ψυχιατρ.) άτομο με ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ευφυΐα· (πρβ. ιδιώτης, ηλίθιος). [λόγ. < αρχ.βλάξ, αιτ. βλάκα]
.
βλακώδης -ης -ες [vlakóδis] Ε11 : (για λόγια, πράξεις, συμπεριφορά) α. που αρμόζει, ταιριάζει σε βλάκα:Mου έδωσε μια βλακώδη απάντηση. Tι ~ ενέργεια ήταν αυτή! β. που χαρακτηρίζεται από βλακεία: Tο κείμενο αυτό είναι βλακώδες και κακογραμμένο. Είναι βλακώδες να προσπαθείς να με πείσεις με τέτοια επιχειρήματα. βλακωδώς ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που αρμόζει σε βλάκα ή που φανερώνει βλακεία: Ρωτάει / απαντάει / κοιτάζει / γελάει ~.
.
νόηση η [nóisi] Ο33 : η ικανότητα του νου να επεξεργάζεται το υλικό που του παρέχουν οι αισθήσεις και να διαμορφώνει τις έννοιες, τους συλλογισμούς και τις κρίσεις: H ~, το συναίσθημα και η βούληση συνθέτουν τον ψυχικό βίο του ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. νόη(σις) -ση]
.η επιστημονική γνώση, [λογική ορθολογική], πιστεύω-νομίζω, ότι "είναι", ανώτερη, από το αυθόρμητο παρορμητικό αίσθημα, του "χαζού" ζώου και κατώτερη, από το καλλλό πνεύμα-ένπνευση-ευνόηση (κάποιου νου-νωός) Γιατί; Επειδή, νομίζω-πιστεύω, [μέχρι στιγμής], η [συχνή-συνηθισμένη], λογική, δεν αρκεί, γιά αίσθηση-νόηση, ανώτερων στοιχείων-ιδεών. feripi: λένε οι κακομιρέοι αι επιστιμονε εντόνως ότι, το παν είχε αρχή!...χαχοχιεχεχχεχουχονχοψχολχανχινγκρουντζβρουμχχχιχοουχοποππο,πο,ποπχοχα, αχ ε;
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjgAESnxs3eUuuV81nEbVJALB6aHASp_q8bQzqCrUMcGjTCg1U6OGLSFyK1uuq9kjvBtI4-jfsTeZxRna2Um09MuCQlFCic-luwtr47RH2U_rhRSEZtJapO3R2_WyAWrS3UvRC73FdvEcZb/s1600-h/playboymarch20091011.jpg




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου