postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology

clinical philosophy κλινική φιλοσοφία Filosofia clínica , scholar google "θεωρητικη ψυχολογια" "φιλοσοφικη ψυχολογια", scholar google "Theoretical philosophical psychology", postpsychology, metapsychology, ΜΕΤΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Μεταψυχολογία, POST Theoretical philosophical psychology, θεωρητικη φιλοσοφικη ψυχολογια, Theoretical philosophical psychology, φιλοσοφικη ψυχολογια, philosophical psychology, θεωρητικη ψυχολογια, Theoretical psychology, META Theoretical philosophical psychology, postΜΕΤΑpsychology, postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology, νοοόντι

scholar google

scholar google
  1. Μηχανή αναζήτησης ελληνικών ψηφιακών βιβλιοθηκών http://openarchives.gr/
  2. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (EAΔΔ) http://phdtheses.ekt.gr/eadd/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

love dance

From Φ

Κυριακή 30 Μαΐου 2010

παρόρμηση ενσυνείδητη; [Δεν πιστεύω ότι, η παρόρμηση, είναι συνειδητή.]

.
Δεν πιστεύω ότι, η παρόρμηση, είναι συνειδητή. Νομίζω ότι, όταν αισθάνομαι, παρόρμηση-ορμή, [δηλαδή, όταν, δεν αισθάνομαι: ηρεμία αταραχή και αισθάνομαι μη συνκίνηση, δηλαδή, μη τάση γιά κίνηση και αισθάνομαι: κίνηση ορμή παραορμή παρακίνηση υπερκίνηση υπερορμή, δηλαδή, υπεβολική τάση υπερτάση], τότε, δεν έχω συνείδηση. Δεν: συνειδητοποιώ, συνείδα, συνβλέπω συννοώ συναισθάνομαι συνλογίζομαι (συνείδα), δεν έχω: ειδήσεις είδηση ειδοποίηση γιά ότι με δυσαρέστησε, ή, δεν με δυσαρέστησε, ή, εάν δυσαρεστήθηκα και έχω συνείδηση, θα αισθανθώ θα νοήσω: λογικότερα ψυχραιμότερα αλλά όχι υπέρμετρα-υπερβολικώς.
.
είδηση = γνωστοποίηση = ποίηση γνώσης : γνώση, ΣυνΓνώση = συνΕίδηση, δηλαδή συνγνώση των συναισθημάτων (μου), ή γνώση των αισθημάτων (μου)
.
πληροφορεί
είδηση = πληροφορία = φέρει το πλήρες = φέρει πληρότητα-τελειότητα [ο πλήρης νους, ο τέλειος νους, σκοτώνει δέρνει βιάζει βαράει κτυπάει με ορμή-παραορμή-παραόρμηση-υπερορμή;] «όχι (ναι)» ποίηση γνώσης : γνώση, ΣυνΓνώση = συνΕίδηση, δηλαδή συνγνώση των συναισθημάτων (μου), ή, γνώση των αισθημάτων (μου)
.

Αναζήτηση για: παρόρμηση
1 εγγραφή

παρόρμηση η [parórmisi] Ο33 : ενσυνείδητη ή υποσυνείδητη, έντονη και ισχυρή τάση που αισθάνεται κάποιος για την εκτέλεση συγκεκριμένης πράξης: Εσωτερική ~. Mια ξαφνική ~. Ενήργησε από ~.








[λόγ. < αρχ. παρόρμη(σις) `παρακίνηση΄ -ση σημδ. γαλλ. impulsion]

.

Αναζήτηση για: συνείδη
5 εγγραφές [1 - 5]

.
συνείδηση η [siníδisi] Ο33 : I1α.(ψυχ.) η άμεση αντίληψη που έχει το υποκείμενο για τις ψυχικές ενέργειές του (αντιλήψεις, σκέψεις, επιθυμίες), που εκπορεύονται από αυτό και που με την απήχησή τους επιστρέφουν σε αυτό: H ~ τροφοδοτείται από τη μνήμη. Aνακαλώ στη συνείδησή μου ένα γεγονός. Tο κατώφλι* της συνείδησης. || επίγνωση, συναίσθηση: Έχει ~ της αδυναμίας / των δυνατοτήτων / των ικανοτήτων / της δυνάμεώς του. Έχει γίνει κοινή ~ ότι πρέπει να σώσουμε τα δάση μας. β. κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, όταν έχει πλήρη λειτουργία των αισθήσεων και πνευματική διαύγεια: H λιποθυμία επιφέρει απώλεια συνειδήσεως. Φάρμακα που θολώνουν τη ~. 2. (φιλοσ.) η σαφής γνώση που έχει το υποκείμενο για τον εαυτό του και για τον κόσμο που το περιβάλλει και από τον οποίο μπορεί να αντιδιαστέλλεται. II1α. η γνώση που επιτρέπει στο άτομο να διακρίνει το ηθικά καλό από το ηθικά κακό, να ελέγχει τις πράξεις του και να αναλαμβάνει την ευθύνη γι΄ αυτές· ηθική συνείδηση: Έχει καθαρή / ήσυχη / αναπαυμένη / ήρεμη τη συνείδησή του. Έχει βαριά τη συνείδησή του. Έχω ένα βάρος στη ~. Kάτι βαραίνει τη συνείδησή μου. Mε ελέγχει / με τύπτει η ~. Έχω τύψεις (συνειδήσεως). Άνθρωπος με ένοχη / πωρωμένη ~. Πώρωση συνειδήσεως. Aκολουθώ / ακούω τη φωνή της συνείδησής μου. Kάτι μου το επιτρέπει / μου το επιβάλλει η συνείδησή μου. Kρίνω κτ. κατά ~. Kρίση συνειδήσεως, έντονος προβληματισμός για την ορθότητα κάποιας πράξης. Tο χρήμα διαφθείρει τις συνει δήσεις. Εκμαυλισμός συνειδήσεων. Aφύπνιση της συνειδήσεως. Άνθρωπος / πράξη που έχει καταδικαστεί / καταξιωθεί στη ~ του κόσμου. Άνθρωπος με ελαστική ~, που κάνει παραχωρήσεις στις ηθικές αρχές του. (έκφρ.) τον έχω / το έχω στη συνείδησή μου, θεωρώ τον εαυτό μου υπεύθυνο για κτ. κακό που έχει συμβεί σε κπ. || καλή συνείδηση, εντιμότητα: Άνθρωπος με ~ / που έχει~. Άνθρωπος χωρίς ~ / που δεν έχει ~, ασυνείδητος. β. το συναίσθημα του καθήκοντος που εκφράζεται έμπρακτα σε κάποια επαγγελματική συνήθ. δραστηριότητα του ατόμου: Άτομα με αναπτυγμένη επαγγελματική ~ δείχνουν συνέπεια στη δουλειά τους. 2α. η συναίσθηση της προσωπικής ένταξης σε ένα χώρο ή σε ένα σύνολο και της ευθύνης που προκύπτει από αυτή: H ιστορική ~ ενός λαού. H ταξική ~συσπειρώνει εκείνους που υπερασπίζονται κοινωνικά συμφέροντα. Kαλλιέργεια / διαμόρφωση της εθνικής / κοινωνικής συνείδησης της νεολαίας. β. το σύνολο των πεποιθήσεων ενός ατόμου: Aντιρρησίας* συνείδησης.










[λόγ.: ΙΙ1α: αρχ. συνείδη(σις) -ση & σημδ. γαλλ. conscience· Ι2: ελνστ. σημ.· Ι1, ΙΙ1β, ΙΙ2: σημδ. γαλλ. conscience]
συνειδησιακός -ή -ό [siniδisiakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη συνείδηση. 1. H αντίληψη είναι μια σύνθετη συνειδησιακή πράξη. 2. Έχει συνειδησια κά προβλήματα, ενοχές. Συνειδησιακή κρίση, κρίση συνειδήσεως.










[λόγ. συνείδησι(ς) -ακός]
συνειδητοποίηση η [siniδitopíisi] Ο33 : η ψυχική διαδικασία με την οποία συνειδητοποιώ κτ. ή συνειδητοποιούμαι: H ~ του κινδύνου / των ευθυνών. H ~ του πολίτη / των εργαζομένων.










[λόγ. συνειδητοποιη- (συνειδητοποιώ) -σις > -ση]
συνειδητοποιώ [siniδitopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.αποκτώ συνείδηση του εαυτού μου και του κόσμου που με περιβάλλει. 2α. αντιλαμβάνομαι κτ. σε όλο του το βάθος και την έκταση: Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ακόμη αυτό το τραγικό γεγονός. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί από όλους τους πολίτες ότι η λύση των κοινωνικών προβλημάτων είναι και δική τους υπόθεση. Πρέπει να συνειδητοποιήσεις τις υποχρεώσεις σου.β. (παθ.) αποκτώ επίγνωση των συνθηκών (κοινωνικών, πολιτικών, ιστορικών κτλ.) μέσα στις οποίες ζω και τοποθετούμαι απέναντι σε αυτές, αναλαμβάνοντας υποχρεώσεις ή διεκδικώντας δικαιώματα: Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει συνειδητοποιηθεί και έπαυσε να είναι παθητικός θεατής και δέκτης. Συνειδητοποιημένος νέος / εργάτης. || (ενεργ.) κάνω κπ., βοηθώ κπ. να συνειδητοποιηθεί: Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τους πολίτες.










[λόγ. συνειδητ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. prendre conscience]
συνειδητός -ή -ό [siniδitós] Ε1 : 1α.(με αφηρ. ουσ.) που γίνεται με επίγνωση, σκόπιμα και νηφάλια. ANT ασυνείδητος2Συνειδητή ενέργεια / προσπάθεια. Συνειδητό ψέμα. β. για το οποίο έχουμε συνείδηση, πλήρη αντίληψη: Ο ~ κόσμος. Συνειδητά γεγονότα στη ζωή ενός παιδιού. Έχει γίνει σε όλους συνειδητό ότι ο πλανήτης κινδυνεύει. 2. (για πρόσ.) που έχει συναίσθηση, επίγνωση της αποστολής, των υποχρεώσεων, των δικαιωμά των του και που δεν αρκείται στην τυπική εκτέλεση ενός έργου ή εκπλήρωση κάποιων υποχρεώσεων: ~ πολίτης / χριστιανός / οπαδός μιας ιδεολογίας. 3. (ως ουσ., ψυχ.) το συνειδητό, το τμήμα του ψυχικού κόσμου που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της συνειδήσεως: Tο ανθρώπινο εγώ χωρίζεται σε συνειδητό, υποσυνείδητο και ασυνείδητο. συνειδητά ΕΠIΡΡ: Tα πρώτα παιδικά μας χρόνια δεν τα ζήσαμε ~.Ό,τι έκανε το έκανε ~, άρα είναι υπεύθυνος.










[λόγ. συνείδη(σις) -τός μτφρδ. γαλλ. conscient]
.

Αναζήτηση για: ενσυνείδητη
1 εγγραφή

ενσυνείδητος -η -ο [ensiníδitos] Ε5 : που υπάρχει ή συμβαίνει στη συνείδηση ή που γίνεται με επίγνωση· συνειδητός. ANT ασύνειδος: Ενσυνείδητη πράξη / ενέργεια / συμπεριφορά. ενσυνείδητα & (λόγ.)ενσυνειδήτως ΕΠIΡΡ: Aντιδρώ ~.







[λόγ. εν- συνείδη(σις) -τος· λόγ. ενσυνείδητ(ος) -ως]

.

1impulsion[impALshn]






ουσ. παρόρμηση: strong impulsion to.. έντονη παρόρμηση να.. # "ώθηση", παρακίνηση: he acted at the impulsion of.. ενήργησε παρακινούμενος από..

.
impulsion = παρακίνηση
.

impulsion






  • ώθηση













  • παρόρμηση







  • .

    1παρόρμησηΔείτε επίσης: compulsion - impulse - impulsion

    .

    1impulse[Impals]





    ουσ. ενστικτώδης ή παρορμητική αντίδραση, παρόρμηση, ορμέμφυτο: he acted on an impulse ενήργησε από παρόρμηση # ώθηση, ώση: the measure gave a new impulse to.. το μέτρο έδωσε νέα ώθηση σε.. # διέγερση, ερέθισμα: nerve impulse νευρικό ερέθισμα # (πληθ.) ιδ. "άνωθεν" οδηγίες για την επίτευξη συμφωνίας σε (διεθνείς) διαπραγματεύσεις # ΦΡimpulse excitation φυσωστική διέγερση § obsessive impulse ψυχολψύχωσημονομανία
    2impulse excitationωστική διέγερση. Δείτε επίσης: excitation - impulse

    .

    1compulsion[kompALshn]





    ουσ. εξαναγκασμός, καταναγκασμός: under compulsion υπό καταναγκασμό #ακατανίκητη προδιάθεση ή τάση, παρόρμηση, εθισμός, ψυχική εξάρτηση: smoking has become a compulsion with me το κάπνισμα μου έγινε απαραίτητο

    .
    Δεν πιστεύω ότι, η παρόρμηση, είναι συνειδητή. Νομίζω ότι, όταν αισθάνομαι, παρόρμηση-ορμή, [δηλαδή, όταν, δεν αισθάνομαι: ηρεμία αταραχή και αισθάνομαι μη συνκίνηση, δηλαδή, μη τάση γιά κίνηση και αισθάνομαι: κίνηση ορμή παραορμή παρακίνηση υπερκίνηση υπερορμή, δηλαδή, υπεβολική τάση υπερτάση], τότε, δεν έχω συνείδηση. Δεν: συνειδητοποιώ, συνείδα, συνβλέπω συννοώ συναισθάνομαι συνλογίζομαι (συνείδα), δεν έχω: ειδήσεις είδηση ειδοποίηση γιά ότι με δυσαρέστησε, ή, δεν με δυσαρέστησε, ή, εάν δυσαρεστήθηκα και έχω συνείδηση, θα αισθανθώ θα νοήσω: λογικότερα ψυχραιμότερα αλλά όχι υπέρμετρα-υπερβολικώς.
    .
    είδηση = γνωστοποίηση = ποίηση γνώσης : γνώση, ΣυνΓνώση = συνΕίδηση, δηλαδή συνγνώση των συναισθημάτων (μου), ή γνώση των αισθημάτων (μου)
    .
    πληροφορεί
    είδηση = πληροφορία = φέρει το πλήρες = φέρει πληρότητα-τελειότητα [ο πλήρης νους, ο τέλειος νους, σκοτώνει δέρνει βιάζει βαράει κτυπάει με ορμή-παραορμή-παραόρμηση-υπερορμή;] «όχι (ναι)» ποίηση γνώσης : γνώση, ΣυνΓνώση = συνΕίδηση, δηλαδή συνγνώση των συναισθημάτων (μου), ή γνώση των αισθημάτων (μου)
    .
    πηγη

    Αναζήτηση για: είδηση
    1 εγγραφή

    είδηση η [íδisi] Ο33 : 1.λόγος που γνωστοποιεί πρόσφατο γεγονός ή συμβάν, που πληροφορεί: Φέρνω / αναγγέλλω / μεταδίδω / διαδίδω / ακούω μια ~. Επιβεβαιώνω / διαψεύδω μια ~. Kαλή / ευχάριστη / κακή / δυσάρεστη / θλιβερή / συνταρακτική / συγκλονιστική / αποκαλυπτική / ψευδής / ανακριβής / παραπλανητική ~. || (ειδικότ., συνήθ. πληθ.) ανακοίνωση των πρόσφατων γεγονότων ή συμβάντων: Tο δελτίο ειδήσεων (ενός ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού). Bραδινό / έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Tι είπαν οι ειδήσεις, το δελτίο ειδήσεων. Πολιτικές / καλλιτεχνικές / αθλητικές ειδήσεις. Tελευταίες / νεότερες ειδήσεις. Εσωτερικές / εξωτερικές / διεθνείς ειδήσειςH ~ βγήκε στον αέρα, ανακοινώθηκε από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό. Yπηρεσία ειδήσεων και επικαίρων. Πρακτορείο ειδήσεων. Kαλή ~ είναι αυτή που αναφέρεται στο γεγονός μόνο, χωρίς να περιέχει κανένα σχόλιο του συντάκτη της, ακόμα και υπαινικτικό. (έκφρ.) βγάζω / βγαίνει ~, για δημοσιογράφο που αντλεί ή αποσπά μια πληροφορία η οποία αποτελεί είδηση: Kαμιά ~ δε βγήκε από τη συνέντευξη. 2. (συνήθ. πληθ.) για είδηση που αφορά γεγονότα της ιδιωτικής ζωής προσώπου (φιλικού ή γνωστού που βρίσκεται συνήθ. σε άλλον τόπο)· νέα: Έχω καιρό να μάθω / να πάρω ειδήσεις του. ΦΡ παίρνω ~, αντιλαμβάνομαι· ΣYN ΦΡ παίρνω χαμπάρι: Kανείς δεν πήρε ~ τι ακριβώς έγινε / τι ώρα ήρθε. Mας πήραν ~ την τελευταία στιγμή. || έχω ~, ξέρω, γνωρίζω: ~ δεν έχει απ΄ όσα τον ρωτάς, τίποτα δε γνωρίζει. ειδησούλα η YΠΟKΟΡ.



    [λόγ. < αρχ. εἴδη(σις) `γνώση΄ -ση σημδ. γαλλ. information· είδησ(η) -ούλα]
    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >

    .
    Δεν πιστεύω ότι, η παρόρμηση, είναι συνειδητή. Νομίζω ότι, όταν αισθάνομαι, παρόρμηση-ορμή, [δηλαδή, όταν, δεν αισθάνομαι: ηρεμία αταραχή και αισθάνομαι μη συνκίνηση, δηλαδή, μη τάση γιά κίνηση και αισθάνομαι: κίνηση ορμή παραορμή παρακίνηση υπερκίνηση υπερορμή, δηλαδή, υπεβολική τάση υπερτάση], τότε, δεν έχω συνείδηση. Δεν: συνειδητοποιώ, συνείδα, συνβλέπω συννοώ συναισθάνομαι συνλογίζομαι (συνείδα), δεν έχω: ειδήσεις είδηση ειδοποίηση γιά ότι με δυσαρέστησε, ή, δεν με δυσαρέστησε, ή, εάν δυσαρεστήθηκα και έχω συνείδηση, θα αισθανθώ θα νοήσω: λογικότερα ψυχραιμότερα αλλά όχι υπέρμετρα-υπερβολικώς.
    .
    είδηση = γνωστοποίηση = ποίηση γνώσης : γνώση, ΣυνΓνώση = συνΕίδηση, δηλαδή συνγνώση των συναισθημάτων (μου), ή γνώση των αισθημάτων (μου)
    .
    πληροφορεί
    είδηση = πληροφορία = φέρει το πλήρες = φέρει πληρότητα-τελειότητα [ο πλήρης νους, ο τέλειος νους, σκοτώνει δέρνει βιάζει βαράει κτυπάει με ορμή-παραορμή-παραόρμηση-υπερορμή;] «όχι (ναι)» ποίηση γνώσης : γνώση, ΣυνΓνώση = συνΕίδηση, δηλαδή συνγνώση των συναισθημάτων (μου), ή, γνώση των αισθημάτων (μου)
    .

    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    thinker

    From Φ