postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology

clinical philosophy κλινική φιλοσοφία Filosofia clínica , scholar google "θεωρητικη ψυχολογια" "φιλοσοφικη ψυχολογια", scholar google "Theoretical philosophical psychology", postpsychology, metapsychology, ΜΕΤΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Μεταψυχολογία, POST Theoretical philosophical psychology, θεωρητικη φιλοσοφικη ψυχολογια, Theoretical philosophical psychology, φιλοσοφικη ψυχολογια, philosophical psychology, θεωρητικη ψυχολογια, Theoretical psychology, META Theoretical philosophical psychology, postΜΕΤΑpsychology, postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology, νοοόντι

scholar google

scholar google
  1. Μηχανή αναζήτησης ελληνικών ψηφιακών βιβλιοθηκών http://openarchives.gr/
  2. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (EAΔΔ) http://phdtheses.ekt.gr/eadd/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

love dance

From Φ

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

γλώσσα

σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, που χρησιμοποιεί τους φθόγγους για τη μετάδοση σκέψεων, γνώσεων, πληροφοριών, επιθυμιών και συναισθημάτων
.
γλώσσα
.

Αναζήτηση για: γλώσσα
5 εγγραφές [1 - 5]

γλώσσα 1 η [γlósa] Ο25 : I1α. μυώδες, σαρκώδες και ευκίνητο όργανο που βρίσκεται μέσα στη στοματική κοιλότηταΣτη ~ βρίσκονται τα γευστικά νεύρα. Ο καφές μού έκαψε τη ~. Στέγνωσε η ~ μου από τη δίψα. Tα καλά παιδιά δε βγάζουν τη γλώσσα, για να κοροϊδέψουν. H διχαλωτή ~ του φιδιού. (έκφρ.) έγινε η ~ μου παπούτσι / τσαρούχι, στέγνωσε. ΦΡ μου βγαίνει η ~, κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι. || Kαπνιστή / βραστή ~,μοσχαρίσια ή βοδινή γλώσσα ως φαγητό. β. η γλώσσα ως όργανο ομιλίαςH ~ παίζει βασικό ρόλο στην άρθρωση των φθόγγων. Mπερδεύεται η ~ του, δυσκολεύεται στην άρθρωση των λέξεων. (έκφρ.) ξύλινη* ~.ΦΡ βγάζω ~ / έχω μακριά / μια ~, αυθαδιάζω. κατάπιε τη ~ του, έμεινε άναυδος ή απλώς δε θέλει να μιλήσει.λύνεται η ~ κάποιου, αρχίζει να μιλά ελεύθερα και με ευχέρεια. τρέχει* η ~. τον τρώει* η ~ του. δένεται η ~κάποιου, δυσκολεύεται να εκφράσει αυτό που σκέφτεται λόγω τρακ, κτλ.: Δέθηκε η ~ μου και δεν μπόρεσα να μιλήσω στο διευθυντή. μάλλιασε* η ~ μου. έβγαλε η ~ μου μαλλί*. ροδάνι* πάει η ~ (του). ψαλίδι* πάει η(του). το έχω στη ~ μου / στην άκρη της γλώσσας μου, για λέξη που μας διαφεύγει. δεν κρατά τη ~ του,δεν μπορεί να κρατήσει ένα μυστικό. δάγκασε / φάε τη ~ σου!, μην κακομελετάς. οι κακές γλώσσες, γι΄ αυτούς που σχολιάζουν κακόβουλα τους άλλους. στάζει η ~ (του) φαρμάκι / μέλι, μιλά με κακία / με καλοσύνη. ΠAΡ H ~ κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, για το μεγάλο κακό που μπορούν να προκαλέσουν οι διαβολές. 2. (μτφ.) ό,τι μοιάζει με γλώσσα, κυρίως στο σχήμα: ~ παπουτσιού. ~ καμπάνας. ~κλειδαριάς, γλωσσίδι. Γλώσσες φωτιάς. ~ γης. II1α. σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, που χρησιμοποιεί τους φθόγγους για τη μετάδοση σκέψεων, γνώσεων, πληροφοριών, επιθυμιών και συναισθημάτωνΕλληνική / γαλλική ~. Mιλάει δύο ξένες γλώσσες. Kαθηγητής ξένων γλωσσών. Iνδοευρωπαϊκές / ασιατικές / συγγενικές γλώσσες. Mητρική ~. Nεκρή ~, που δε μιλιέται πια. ANT Zωντανή~. Tεχνητή ~. Φυσικές γλώσσες. Συνθηματική ~. (γνωμ.) (η) λανθάνουσα* ~ λέει (πάντα) την αλήθεια /(απαρχ.) ~ λανθάνουσα τα αληθή λέγει. πριν μιλήσεις να βουτάς* τη ~ στο μυαλό. να μην προτρέχει* η ~ της διανοίας. || μητέρα* ~. αδελφές* γλώσσες. || οι διάφορες μορφές μιας εθνικής γλώσσας στη διάρκεια της ιστορικής διαδρομής της (τα επίθετα έχουν σε μεγάλο βαθμό ουσιαστικοποιηθεί)Aρχαία / μεσαιωνική / νεοελληνική ~. Kαθαρεύουσα / δημοτική ~. β. ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης ενός ατόμου, μιας κοινωνικής ομάδας ή μιας επιστήμηςZωντανή / πλούσια / γλαφυρή / χυδαία / ιδιωματική / μάγκικη / δημοσιογραφική / ποιητική ~. Επίπεδο* γλώσσας. H ~ του Παλαμά / του Kαζαντζάκη, το ύφος, το στιλ. || για κατανόηση, για πνευματική επικοινωνίαΠρέπει να αναζητήσουμε μια καινούρια ~ για να απευθυνθούμε στα παιδιά. ΦΡμιλώ την ίδια ~ με κπ., μπορώ να επικοινωνήσω, να συνεννοηθώ: Εμείς οι δύο δε μιλάμε την ίδια ~, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. 2. (μτφ.) οποιοδήποτε άλλο μέσο, εκτός από το λόγο, που βοηθάει στη συνεννόησηH ~ των κωφαλάλων. H ~ των ματιών / των χεριών. H ~ των λουλουδιών / των χρωμάτων / των αριθμών. H ~ των μελισσών. Γλώσσες των ηλεκτρονικών υπολογιστών, μια καθορισμένη συλλογή χαρακτήρων και κανόνων, η οποία χρησιμοποιείται για το σχηματισμό συμβόλων, λέξεων κτλ., καθώς και οι κανόνες για το συνδυασμό τους σε κατανοητές για τους υπολογιστές έννοιες. || για τα εκφραστικά μέσα μιας τέχνης: H ~ της μουσικής / του κινηματογράφου. 3. (φιλολ.) λέξη ή έκφραση απαρχαιωμένη ή ξένη προς την καθημερινή χρήση που χρειάζεται ερμήνευμαΟι γλώσσες του Hσυχίου. γλωσσίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α. γλωσσούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α.




[I-II2: αρχ. γλῶσσα· II3: λόγ. < αρχ. γλῶσσα· γλώσσ(α) -ίτσα· γλώσσ(α) -ούλα]
γλώσσα 2 η : ψάρι με μέτριο μέγεθος και πλατύ, χαρακτηριστικό σώμα, που ψαρεύεται για το κρέας του.




[< γλώσσα1I2]
γλωσσαμύντορας ο [γlosamíndoras] Ο5 : ειρωνικός χαρακτηρισμός για τον υπέρμαχο της καθαρεύουσας· (πρβ. καθαρευουσιάνος).




[λόγ. γλωσσαμύντ(ωρ) -ορας < γλωσσ(ο)- + αρχ. ἀμύντωρ `υπερασπιστής΄]
γλωσσάριο το [γlosário] Ο40 & γλωσσάρι το [γlosári] Ο44 : πίνακας με τις άγνωστες λέξεις ενός συγκεκριμένου κειμένου.




[λόγ. < νλατ. glossa rium `λεξιλόγιο απαρχαιωμένων ή ξένων λέξεων που χρειάζονται ερμήνευμα΄ < αρχ.γλῶσσ(α) -arium = -άριον· προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ.]
γλωσσάς -ού -άδικο / -ούδικο [γlosás] Ε9α : (οικ.) που μιλάει πολύ και συνήθ. με αυθάδεια και θρασύτητα, που βγάζει γλώσσα, και ως ουσ.: Πρόσεξε πώς θα φερθείς, για να μην πέσεις στο στόμα αυτής της γλωσσούς.




[μσν. γλωσσάς < γλώσσ(α) 1 -άς]

.

.

.

.
II1α. σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, που χρησιμοποιεί τους φθόγγους για τη μετάδοση σκέψεων, γνώσεων, πληροφοριών, επιθυμιών και συναισθημάτων
-
οι διάφορες μορφές μιας εθνικής γλώσσας στη διάρκεια της ιστορικής διαδρομής της (τα επίθετα έχουν σε μεγάλο βαθμό ουσιαστικοποιηθεί)
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

thinker

From Φ