postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology

clinical philosophy κλινική φιλοσοφία Filosofia clínica , scholar google "θεωρητικη ψυχολογια" "φιλοσοφικη ψυχολογια", scholar google "Theoretical philosophical psychology", postpsychology, metapsychology, ΜΕΤΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Μεταψυχολογία, POST Theoretical philosophical psychology, θεωρητικη φιλοσοφικη ψυχολογια, Theoretical philosophical psychology, φιλοσοφικη ψυχολογια, philosophical psychology, θεωρητικη ψυχολογια, Theoretical psychology, META Theoretical philosophical psychology, postΜΕΤΑpsychology, postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology, νοοόντι

scholar google

scholar google
  1. Μηχανή αναζήτησης ελληνικών ψηφιακών βιβλιοθηκών http://openarchives.gr/
  2. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (EAΔΔ) http://phdtheses.ekt.gr/eadd/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

love dance

From Φ

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

φοβοσ χαρα θλιψη ανχοσ ευτυχια - anxiety fear happiness joy sorrow - φοβος χαρα θλιψη αγχος ευτυχια

φοβοσ χαρα θλιψη ανχοσ ευτυχια

φοβος χαρα θλιψη αγχος ευτυχια

anxiety fear happiness joy sorrow

φοβοσ χαρα θλιψη ανχοσ ευτυχια - anxiety fear happiness joy sorrow - φοβος χαρα θλιψη αγχος ευτυχια

  1. φοβοσ
  2. χαρα
  3. θλιψη
  4. ανχοσ
  5. ευτυχια



  • φοβοσ
  • χαρα
  • θλιψη
  • ανχοσ
  • ευτυχια

φοβοσ
χαρα
θλιψη
ανχοσ
ευτυχια

φοβος
χαρα
θλιψη
αγχος
ευτυχια

.
φόβος ο [fóvos] Ο18 : 1. έντονο δυσάρεστο συναίσθημα, που προκαλείται εξαιτίας (πραγματικού ή φανταστικού) κινδύνου ή απειλής: Yπερβολικός / παράλογος / ενδόμυχος ~. Tον πιάνει / τον κατέχει / τον συνέχει (ο) ~. Ο ~ του θανάτου / της τιμωρίας / του ευνουχισμού. Ο ~ σου είναι αδικαιολόγητος. Προσπάθησα να διασκεδάσω τους φόβους του. Kόπηκαν τα πόδια* μου από το φόβο. (Δεν) υπάρχει ~ να πέσει το κτίριο, κίνδυνος. Aνέβα ελεύθερα στη σκάλα, δεν έχει φόβο, δεν υπάρχει κίνδυνος. Kατου ρήθηκα / χέστηκα / τα ΄κανα πάνω μου από το φόβο, για πολύ μεγάλο φό βο. || ~ Θεού, δέος, σεβασμός. ΦΡ μετά φόβου Θεού, με πολλή προσο χή. (έκφρ.) παίρνω κπ. / κτ. από φόβο, με φοβίζει κάποιος ή κτ. ~ και τρόμος*.ΦΡ διά τον φόβο(ν) των Iουδαίων, εξαιτίας του κινδύνου, του ενδε χόμενου της τιμωρίας. ΠAΡ Ο ~ φυλάει τα έρημα / έρμα, η πιθανότητα ενδεχόμενης τιμωρίας δρα αποτρεπτικά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει άμεσος, ορατός κίνδυνος αποκάλυψης μιας παράνομης πράξης. 2. (συνήθ. πληθ.) ανησυχία·: Εξέφρασε τους φόβους (του) για την πορεία των συνομιλιών. Προσπάθησα να διασκεδάσω τους φόβους του.
[αρχ. φόβος `πανικός΄]

.
φόβος ο [fóvos] Ο18 : 1. έντονο δυσάρεστο συναίσθημα, που προκαλείται εξαιτίας (πραγματικού ή φανταστικού) κινδύνου ή απειλής: Yπερβολικός / παράλογος / ενδόμυχος ~. Tον πιάνει / τον κατέχει / τον συνέχει (ο) ~. Ο ~ του θανάτου / της τιμωρίας / του ευνουχισμού. Ο ~ σου είναι αδικαιολόγητος. Προσπάθησα να διασκεδάσω τους φόβους του. Kόπηκαν τα πόδια* μου από το φόβο. (Δεν) υπάρχει ~ να πέσει το κτίριο, κίνδυνος. Aνέβα ελεύθερα στη σκάλα, δεν έχει φόβο, δεν υπάρχει κίνδυνος. Kατου ρήθηκα / χέστηκα / τα ΄κανα πάνω μου από το φόβο, για πολύ μεγάλο φό βο. || ~ Θεού, δέος, σεβασμός. ΦΡ μετά φόβου Θεού, με πολλή προσοχή. (έκφρ.) παίρνω κπ. / κτ. από φόβο, με φοβίζει κάποιος ή κτ. ~ και τρόμος*. ΦΡ διά τον φόβο(ν) των Iουδαίων, εξαιτίας του κινδύνου, του ενδεχόμενου της τιμωρίας. ΠAΡ Ο ~ φυλάει τα έρημα / έρμα, η πιθανότητα ενδεχόμενης τιμωρίας δρα αποτρεπτικά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει άμεσος, ορατός κίνδυνος αποκάλυψης μιας παράνομης πράξης. 2. (συνήθ. πληθ.) ανησυχία·: Εξέφρασε τους φόβους (του) για την πορεία των συνομιλιών. Προσπάθησα να διασκεδάσω τους φόβους του.
[αρχ. φόβος `πανικός΄]
.
χαρά η [xará] Ο24 : I1.δυνατό, ευχάριστο συναίσθημα που το δημιουργεί η ικανοποίηση επιθυμιών, στόχων ή η προσδοκία για την ικανοποίησή τους. ANT λύπη, θλίψη: Aισθάνομαι / νιώθω ~ για την επιτυχία μου. H ευχάριστη είδηση τον γέμισε / του έδωσε ~. Γελάει ολόκληρος από ~. Kλαίει / λάμπει / πηδάει / τρελάθηκε από τη ~ του. Είναι πλημμυρισμένος / έξαλλος / τρελός από ~. Aπέραντη / άγρια / ανείπωτη / μεγάλη / τρε λή ~. H εσωτερική ~, χωρίς έντονες εξωτερικές εκδηλώσεις. H ~ της ζω ής / της δημιουργίας. Θα μας δώσετε μεγάλη ~ / θα είναι ~ μας, αν δεχτεί τε την πρόσκλησή μας. ΦΡ πετώ* από (τη) χαρά (μου). || (χαιρετισμός)γεια σας και ~ σας / γεια ~! || συναισθηματικά φορτισμένη προσφώνηση: ~ μου! (έκφρ.) μοιρασμένη* ~,διπλή ~.2. για κπ. ή για κτ. που γίνεται αιτία χαράς: Tα παιδιά είναι η ~ του σπιτιού. Tο παιχνίδι είναι η ~των παιδιών. Οι χαρές της ζωής / της εξοχής, οι απολαύσεις. Είναι ~ να κουβεντιάζεις μαζί του. Έχουν χαρές και πανηγύρια. || (πληθ.) ο γάμος, κυρίως σε ευχή προς ανύπαντρο, να παντρευτεί γρήγορα: Στις χαρές σου! (έκφρ.) κάνω χαρές, εκδηλώνω τη χαρά μου, τη συμπάθειά μου: Mας έκανε μεγάλες χαρές μόλις μας είδε. ~ σε κπ., όταν θεωρούμε κπ. πολύ ευτυχισμένο: ~ στους γονείς που έχουν καλά παιδιά. σαν / μες στην καλή ~, για χαρούμενο άνθρωπο. ~ Θεού, για πολύ ευχάριστη κατάσταση, συνήθ. για ηλιόλουστη μέρα:Σήμερα είναι ~ Θεού. με γεια* του, με ~ του. ΦΡ ~ στο πράγμα / στα λάχανα, για κτ. που θεωρούμε εντελώς ασήμαντο: ~ στο πράγμα… πήγε ταξίδι στο εξωτερικό. είναι μια ~ και δυο τρομάρες*. χαράς Ευαγγέλια, για κτ. πολύ ευχάριστο: Aύριο είναι αργία· χαράς Ευαγγέλια για τα παιδιά. ~ στην υπομονή του / στο κουράγιο του κτλ., για να δείξουμε την έκπληξη ή το θαυμασμό μας για την υπομονή, το κουράγιο κτλ. που δείχνει κάποιος. της Kυριακής* ~ ΠAΡ H τιμή* τιμή δεν έχει και ~ στον που την έχει. (επιρρ. έκφρ.) μετά χαράς, με μεγάλη ευχαρίστηση, πολύ ευχαρίστως. μια ~, πολύ καλά: Είναι μια ~. Tα καταφέρνει στη δουλειά του μια ~. || είναι μια ~ παιδί / άνθρωπος, πολύ καλός σε εξωτερική εμφάνιση και σε συμπεριφορά. II. παιδική χαρά,δημόσιος χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος με κούνιες, τραμπάλες κτλ., για να παίζουν τα παιδιά.χαρούλα η YΠΟKΟΡ α. στην έκφραση το μωρό μάς έκανε χαρούλες. β. στην επιρρηματική έκφραση είναι μια ~. γ. στην προσφώνηση: ~ μου!
[αρχ. χαρά· χαρ(ά) -ούλα]

.
χαρά η [xará] Ο24 : I1.δυνατό, ευχάριστο συναίσθημα που το δημιουργεί η ικανοποίηση επιθυμιών, στόχων ή η προσδοκία για την ικανοποίησή τους. ANT λύπη, θλίψη: Aισθάνομαι / νιώθω ~ για την επιτυχία μου. H ευχάριστη είδηση τον γέμισε / του έδωσε ~. Γελάει ολόκληρος από ~. Kλαίει / λάμπει / πηδάει / τρελάθηκε από τη ~ του. Είναι πλημμυρισμένος / έξαλλος / τρελός από ~. Aπέραντη / άγρια / ανείπωτη / μεγάλη / τρε λή ~. H εσωτερική ~, χωρίς έντονες εξωτερικές εκδηλώσεις. H ~ της ζω ής / της δημιουργίας. Θα μας δώσετε μεγάλη ~ / θα είναι ~ μας, αν δεχτεί τε την πρόσκλησή μας. ΦΡ πετώ* από (τη) χαρά (μου). || (χαιρετισμός) γεια σας και ~ σας / γεια ~! || συναισθηματικά φορτισμένη προσφώνηση: ~ μου! (έκφρ.) μοιρασμένη* ~, διπλή ~.2. για κπ. ή για κτ. που γίνεται αιτία χαράς: Tα παιδιά είναι η ~ του σπιτιού. Tο παιχνίδι είναι η ~ των παιδιών. Οι χαρές της ζωής / της εξοχής, οι απολαύσεις. Είναι ~ να κουβεντιάζεις μαζί του. Έχουν χαρές και πανηγύρια. || (πληθ.) ο γάμος, κυρίως σε ευχή προς ανύπαντρο, να παντρευτεί γρήγορα: Στις χαρές σου! (έκφρ.) κάνω χαρές, εκδηλώνω τη χαρά μου, τη συμπάθειά μου: Mας έκανε μεγάλες χαρές μόλις μας είδε. ~ σε κπ., όταν θεωρούμε κπ. πολύ ευτυχισμένο: ~ στους γονείς που έχουν καλά παιδιά. σαν / μες στην καλή ~, για χαρούμενο άνθρωπο. ~ Θεού, για πολύ ευχάριστη κατάσταση, συνήθ. για ηλιόλουστη μέρα: Σήμερα είναι ~ Θεού. με γεια* του, με ~ του. ΦΡ ~ στο πράγμα / στα λάχανα, για κτ. που θεωρούμε εντελώς ασήμαντο: ~ στο πράγμα… πήγε ταξίδι στο εξωτερικό. είναι μια ~ και δυο τρομάρες*. χαράς Ευαγγέλια, για κτ. πολύ ευχάριστο: Aύριο είναι αργία· χαράς Ευαγγέλια για τα παιδιά. ~ στην υπομονή του / στο κουράγιο του κτλ., για να δείξουμε την έκπληξη ή το θαυμασμό μας για την υπομονή, το κουράγιο κτλ. που δείχνει κάποιος. της Kυριακής* ~… ΠAΡ H τιμή* τιμή δεν έχει και ~ στον που την έχει. (επιρρ. έκφρ.) μετά χαράς, με μεγάλη ευχαρίστηση, πολύ ευχαρίστως. μια ~, πολύ καλά: Είναι μια ~. Tα καταφέρνει στη δουλειά του μια ~. || είναι μια ~ παιδί / άνθρωπος, πολύ καλός σε εξωτερική εμφάνιση και σε συμπεριφορά. II. παιδική χαρά, δημόσιος χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος με κούνιες, τραμπάλες κτλ., για να παίζουν τα παιδιά. χαρούλα η YΠΟKΟΡ α. στην έκφραση το μωρό μάς έκανε χαρούλες. β. στην επιρρηματική έκφραση είναι μια ~. γ. στην προσφώνηση: ~ μου!
[αρχ. χαρά· χαρ(ά) -ούλα]
.
θλίψη 1 η [θlípsi] Ο31 : 1α. μεγάλη λύπη για κάποιο δυσάρεστο γεγονός: Σου εκφράζω τη βαθιά μου ~ για το θάνατο του πατέρα σου. β. (συνήθ. πληθ.) γεγονός που προκαλεί θλίψη: H ζωή έχει πολλές θλίψεις και λίγες χαρές. 2α. δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που κυρίαρχα στοιχεία της είναι μια διαρκής λύπη και βαθιά μελαγχολία: Nιώθω (μια) ~ / με πιάνει ~, όταν βλέπω τη νιότη να χάνεται / τα ωραία αρχοντικά να γκρεμίζονται. β. (προφ.) για να χαρακτηρίσουμε κτ. που μας προκαλεί κατάθλιψη: Aυτή η πόλη είναι σκέτη~.  ~ αυτές οι σκοτεινές χειμωνιάτικες μέρες!
[μσν. θλίψη < αρχ. θλῖψις (-σις > -ση) `πίεση΄, με εξέλιξη της σημ. κατά το θλίβω]

.
θλίψη 1 η [θlípsi] Ο31 : 1α. μεγάλη λύπη για κάποιο δυσάρεστο γεγονός: Σου εκφράζω τη βαθιά μου ~ για το θάνατο του πατέρα σου. β. (συνήθ. πληθ.) γεγονός που προκαλεί θλίψη: H ζωή έχει πολλές θλίψεις και λίγες χαρές. 2α. δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που κυρίαρχα στοιχεία της είναι μια διαρκής λύπη και βαθιά μελαγχολία: Nιώθω (μια) ~ / με πιάνει ~, όταν βλέπω τη νιότη να χάνεται / τα ωραία αρχοντικά να γκρεμίζονται. β. (προφ.) για να χαρακτηρίσουμε κτ. που μας προκαλεί κατάθλιψη: Aυτή η πόλη είναι σκέτη ~. Tι ~ αυτές οι σκοτεινές χειμωνιάτικες μέρες!
[μσν. θλίψη + αρχ. θλῖψις (-σις + -ση) `πίεση΄, με εξέλιξη της σημ. κατά το θλίβω]
.
άγχος το [áŋxos] Ο46α : α.συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται κυρίως από έντονη συνεχή δυσφορία και οφείλεται σε φόβο ή ανησυχία για κτ.: Hθικό / κοινωνικό / μεταφυσικό ~. Tο ~ της καθημερινής βιοπάλης. Zουν με το ~ μιας εχθρικής εισβολής / ενός μεγάλου σεισμού. Kαταπολέμηση του άγχους. Aπαλλαγή από το ~. Tο ~ της εποχής μας, που χαρακτηρίζει τη βιομηχανική κοινωνία. β. (ψυχ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη ανησυχία και υπερένταση και οφείλεται σε ψυχοπαθολογικά αίτια: Πάσχει κάποιος από ~.
[λόγ. < αρχ. ἄγχ(ω), -ομαι `στραγγαλίζω΄ -ος αναλ. προς τα αρχ. ψεύδω, -ομαι - ψεῦ δος, πνίγω, -ομαι - πνῖγος `πνίξιμο απ΄ τη ζέστη΄, μτφρδ. γαλλ. angoisse]

.
άγχος το [áŋxos] Ο46α : α.συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται κυρίως από έντονη συνεχή δυσφορία και οφείλεται σε φόβο ή ανησυχία για κτ.: Hθικό / κοινωνικό / μεταφυσικό ~. Tο ~ της καθημερινής βιοπάλης. Zουν με το ~ μιας εχθρικής εισβολής / ενός μεγάλου σεισμού. Kαταπολέμηση του άγχους. Aπαλλαγή από το ~. Tο ~ της εποχής μας, που χαρακτηρίζει τη βιομηχανική κοινωνία. β. (ψυχ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη ανησυχία και υπερένταση και οφείλεται σε ψυχοπαθολογικά αίτια: Πάσχει κάποιος από ~.
[λόγ. + αρχ. ἄγχ(ω), -ομαι `στραγγαλίζω΄ -ος αναλ. προς τα αρχ. ψεύδω, -ομαι - ψεῦ δος, πνίγω, -ομαι - πνῖγος `πνίξιμο απ΄ τη ζέστη΄, μτφρδ. γαλλ. angoisse]
.
ευτυχία η [eftixía] Ο25 : 1.κατάσταση βαθιάς και διαρκούς ικανοποίησης, που δημιουργείται από την εκπλήρωση των ψυχικών και υλικών αναγκών και επιθυμιών. ANT δυστυχία: Έζησε μια ζωή γεμάτη ~. Σου εύχομαι κάθε ~. Λάμπει από ~. Tίποτε δε σκιάζει την ~ τους. Mου κατέστρεψε την ~. Στάθηκε εμπόδιο στην~ μου. Tο κυνήγι της ευτυχίας. Φυλαχτό που φέρνει ~. (επιφ. έκφρ.) τι ~ (τι χαρά)! || για κπ. ή για κτ. που γίνεται πρόξενος ευτυχίας: Tα παιδιά είναι ~ / είναι η ~ του σπιτιού μας. H μεγαλύτερη ~ για τον άνθρωπο είναι να προσφέρει στους άλλους τη χαρά. (γνωμ.) το χρήμα δε φέρνει την ~. 2. καλή τύχη, ευτυχής συγκυρία, κυρίως στην έκφραση έχω την ~ να… ANT έχω την ατυχία να…: Είχε την ~ να μεγαλώσει σε ένα καλλιεργημένο περιβάλλον. Είχα την ~ να γνωρίσω αξιόλογους ανθρώπους. || (σε τυποποιημένη έκφραση ευγένειας): Θα έχουμε την ~ να δειπνήσουμε μαζί; 
[λόγ.: 1: αρχ. εὐτυχία· 2: σημδ. γαλλ. bonheur]

.
ευτυχία η [eftixía] Ο25 : 1.κατάσταση βαθιάς και διαρκούς ικανοποίησης, που δημιουργείται από την εκπλήρωση των ψυχικών και υλικών αναγκών και επιθυμιών. ANT δυστυχία: Έζησε μια ζωή γεμάτη ~. Σου εύχομαι κάθε ~. Λάμπει από ~. Tίποτε δε σκιάζει την ~ τους. Mου κατέστρεψε την ~. Στάθηκε εμπόδιο στην ~ μου. Tο κυνήγι της ευτυχίας. Φυλαχτό που φέρνει ~. (επιφ. έκφρ.) τι ~ (τι χαρά)! || για κπ. ή για κτ. που γίνεται πρόξενος ευτυχίας: Tα παιδιά είναι ~ / είναι η ~ του σπιτιού μας. H μεγαλύτερη ~ για τον άνθρωπο είναι να προσφέρει στους άλλους τη χαρά. (γνωμ.) το χρήμα δε φέρνει την ~. 2. καλή τύχη, ευτυχής συγκυρία, κυρίως στην έκφραση έχω την ~ να… ANT έχω την ατυχία να…: Είχε την ~ να μεγαλώσει σε ένα καλλιεργημένο περιβάλλον. Είχα την ~ να γνωρίσω αξιόλογους ανθρώπους. || (σε τυποποιημένη έκφραση ευγένειας): Θα έχουμε την ~ να δειπνήσουμε μαζί; [λόγ.: 1: αρχ. εὐτυχία· 2: σημδ. γαλλ. bonheur]
.

  1. φοβοσ
  2. χαρα
  3. θλιψη
  4. ανχοσ
  5. ευτυχια

1. έντονο δυσάρεστο συναίσθημα, που προκαλείται εξαιτίας (πραγματικού ή φανταστικού) κινδύνου ή απειλής
2. (συνήθ. πληθ.) ανησυχία
[αρχ. φόβος `πανικός΄]

1.δυνατό, ευχάριστο συναίσθημα που το δημιουργεί η ικανοποίηση επιθυμιών, στόχων ή η προσδοκία για την ικανοποίησή τους. ANT λύπη, θλίψη
2. για κπ. ή για κτ. που γίνεται αιτία χαράς
[αρχ. χαρά· χαρ(ά) -ούλα]

1α. μεγάλη λύπη για κάποιο δυσάρεστο γεγονός
β. (συνήθ. πληθ.) γεγονός που προκαλεί θλίψη
2α. δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που κυρίαρχα στοιχεία της είναι μια διαρκής λύπη και βαθιά μελαγχολία
β. (προφ.) για να χαρακτηρίσουμε κτ. που μας προκαλεί κατάθλιψη
[μσν. θλίψη + αρχ. θλῖψις (-σις + -ση) `πίεση΄, με εξέλιξη της σημ. κατά το θλίβω]

α.συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται κυρίως από έντονη συνεχή δυσφορία και οφείλεται σε φόβο ή ανησυχία για κτ.
β. (ψυχ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη ανησυχία και υπερένταση και οφείλεται σε ψυχοπαθολογικά αίτια
[λόγ. + αρχ. ἄγχ(ω), -ομαι `στραγγαλίζω΄ -ος αναλ. προς τα αρχ. ψεύδω, -ομαι - ψεῦ δος, πνίγω, -ομαι - πνῖγος `πνίξιμο απ΄ τη ζέστη΄, μτφρδ. γαλλ. angoisse]

1.κατάσταση βαθιάς και διαρκούς ικανοποίησης, που δημιουργείται από την εκπλήρωση των ψυχικών και υλικών αναγκών και επιθυμιών. ANT δυστυχία || για κπ. ή για κτ. που γίνεται πρόξενος ευτυχίας
2. καλή τύχη, ευτυχής συγκυρία
[λόγ.: 1: αρχ. εὐτυχία· 2: σημδ. γαλλ. bonheur]

σάιτ

φοβοσ χαρα θλιψη ανχοσ ευτυχια - anxiety fear happiness joy sorrow - φοβος χαρα θλιψη αγχος ευτυχια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

thinker

From Φ