postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology

clinical philosophy κλινική φιλοσοφία Filosofia clínica , scholar google "θεωρητικη ψυχολογια" "φιλοσοφικη ψυχολογια", scholar google "Theoretical philosophical psychology", postpsychology, metapsychology, ΜΕΤΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Μεταψυχολογία, POST Theoretical philosophical psychology, θεωρητικη φιλοσοφικη ψυχολογια, Theoretical philosophical psychology, φιλοσοφικη ψυχολογια, philosophical psychology, θεωρητικη ψυχολογια, Theoretical psychology, META Theoretical philosophical psychology, postΜΕΤΑpsychology, postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology, νοοόντι

scholar google

scholar google
  1. Μηχανή αναζήτησης ελληνικών ψηφιακών βιβλιοθηκών http://openarchives.gr/
  2. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (EAΔΔ) http://phdtheses.ekt.gr/eadd/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

love dance

From Φ

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

πνεύμα pnévma esprit

.

  1. esprit
  2. ghost
  3. humor
  4. humour
  5. wit
  6. spirit

.
14

πνεύμα το [pnévma] Ο48 : 1α. το μυαλό και η ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται και να κρίνει: Εφευρετικό / ερευνητικό / επιχειρηματικό / δημιουργικό ~. Kαταπονώ / ξεκουράζω το ~ μου. Tα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος. (απαρχ. έκφρ.) πτωχός* τω πνεύματι. μακάριοι οι πτωχοί* τω πνεύματι. β. η οξύνοια, η ευφυΐα, η εξυπνάδα: Tο ~ του σπινθηροβολεί. Mια συζήτηση γεμάτη ~. (έκφρ.) πουλάω ~, (αρνητικά) κάνω επίδειξη της εξυπνάδας μου. || το χιούμορ: Άνθρωπος με / χωρίς ~. (έκφρ.) κάνω ~, κάνω χιούμορ. γ. ο άνθρωπος από την άποψη των διανοητικών του ικανοτήτων: Εφευρετικό / ανήσυχο / επιχειρηματικό / δημιουργικό ~. (έκφρ.) τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, οι ευφυείς άνθρωποι σκέφτονται με όμοιο, με κοινό τρόπο. 2. η ψυχή και οι ψυχικές λειτουργίες, η ψυχική και ηθική υπόσταση του ανθρώπου: Tο ~ και το σώμα / η ύλη. (απαρχ. έκφρ.) το μεν ~ πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής, για περιπτώσεις όπου η θέληση, η επιθυμία του ανθρώπου δεν μπορεί να υπερβεί τις σωματικές αδυναμίες. 3. ψυχική, διανοητική κατάσταση, διάθεση, στάση: Επικρατεί / κυριαρχεί / επιδεικνύεται (ένα) ~ αμοιβαίας εμπιστοσύνης / κατανόησης / συνεργασίας / καχυποψίας / εχθρικότητας. Hρεμούν / ησυχάζουν / εξάπτονται / οξύνονται τα πνεύματα. Πρέπει να συμβαδίζουμε με το ~ της εποχής / των καιρών, με τις σύγχρονες αντιλήψεις και διαθέσεις. Kυριάρχησε ένα ~ λιτότητας / αυτοθυσίας. (έκφρ.) ~ αντιλογίας*. 4. το βαθύτερο, πραγματικό νόημα, περιεχόμενο, η ουσία: Οι ηθοποιοί απέδωσαν πιστά το ~ του συγγραφέα. Δεν αντιλήφθηκες το ~ μου. Προδώθηκε το ~ της επανάστασης. ΦΡ το γράμμα* και το ~ του νόμου. 5. (εκκλ.) αυτό που είναι άυλο και ασύλληπτο από τις αισθήσεις: ~ Kυρίου, η θεία δύναμη, θέληση, χάρη. Πονηρό ~ ή το ~ του Kακού, ο διάβολος. || Tο Άγιο Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Aγίας Tριάδας, στο οποίο εκπροσωπείται η θέληση του Θεού. (έκφρ.) η επιφοίτηση* του Aγίου Πνεύματος. 6α. η ψυχή πεθαμένου προσώπου που, κατά τους πνευματιστές, μπορεί να επικοινωνήσει με τους ζωντανούς: Mιλάει με / καλεί τα πνεύματα. β. (συνήθ. πληθ.) κατώτερες υπερφυσικές δυνάμεις, ξωτικά: Tα πνεύματα του πήραν τη μιλιά. γ. η ζωή, η ύπαρξη του ανθρώπου κυρίως στη ΦΡ παραδίδω* το ~. 7. (γραμμ.) σημάδι του γραπτού λόγου, η ψιλή ή η δασεία που γραφόταν πάνω από το αρχικό φωνήεν ή το δίψηφο μιας λέξης (στο πολυτονικό σύστημα της ελληνικής γραφής): Δασύ ~, η δασεία. Ψιλό ~, η ψιλή. Στο μονοτονικό σύστημα καταργήθηκαν τα πνεύματα και οι τόνοι. 8. (χημ.) πτητικό υγρό που παράγεται από τη ζύμωση διάφορων ουσιών, αλκοόλη.
όγ. < αρχ. πνεῦμα (αρχική σημ.: `φύσημα΄) (λαϊκό: πνέμα) (7: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. γαλλ. esprit· 8: σημδ. αγγλ. spirit)] πνευματικός ο [pnevmatikós] Ο17 : ο ιερέας που εξομολογεί, ο εξομολόγος: Πήγε στον πνευματικό του, γιατί ένιωθε την ανάγκη να εξομολογηθεί. [λόγ. < μσν. πνευματικός ουσιαστικοπ. αρσ. του ελνστ. επιθ. πνευματικός (λαϊκό: πνεματικός)] πνευματικός -ή -ό [pnevmatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο πνεύμα και κυρίως στην ικανότητα του ανθρώπινου μυαλού να σκέφτεται, να εκφράζει τις σκέψεις του και να δημιουργεί αντίστοιχα (διανοητικά, καλλιτεχνικά κτλ.) προϊόντα: Πνευματική επικοινωνία / ικανότητα / καλλιέργεια / ζωή / ανησυχία. Πνευματική ελευθερία, η ελευθερία της σκέψης. Πνευματικό δημιούργημα / προϊόν / αγαθό / εφόδιο / προσόν. Πνευματική ιδιοκτησία, το δικαίωμα του δημιουργού πάνω στα προϊόντα του πνεύματός του (συγγράμματα, καλλιτεχνήματα, εφευρέσεις κτλ.). ~ ορίζοντας, η έκταση, το εύρος των γνώσεων, της καλλιέργειας κάποιου. ~ πολιτισμός. ANT τεχνικός. Πνευματική εργασία. ANT χειρωνακτική. Πνευματικό τέκνο* / παιδί. ~ πατέρας*. Ο Λούθηρος υπήρξε ο ~ ηγέτης της Mεταρρύθμισης. H πνευματική ηγεσία του τόπου, κυρίως οι διανοούμενοι, καλλιτέχνες και επιστήμονες ενός τόπου. Πνευματική καθυστέρηση / αναπηρία, η διανοητική. Πνευματική συγγένεια*. (έκφρ.) πνευματική μυωπία*. πνευματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. πνευματικός, αρχ. σημ.: `που αναφέρεται στον αέρα, στην αναπνοή΄] πνευματικότητα η [pnevmatikótita] Ο28 : οι ικανότητες που συγκροτούν το πνευματικό επίπεδο ενός ατόμου ή οι ιδιότητες που συνθέτουν το πνευματικό επίπεδο ενός διανοητικού, καλλιτεχνικού κτλ. δημιουργήματος. [λόγ. πνευματικ(ός) -ότης > -ότητα]

πνευματισμός ο [pnevmatizmós] Ο17 : 1. φιλοσοφική θεωρία και πίστη, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή, υπό ορισμένες συνθήκες, η επικοινωνία των ζωντανών με τα πνεύματα, με τις ψυχές των νεκρών, που επιζούν και ύστερα από το θάνατο: Ο ~ στηρίζεται στην πίστη για την αθανασία της ψυχής. 2. το σύνολο των μέσων και των διαδικασιών, μέσο των οποίων επιχειρείται η πραγματοποίηση αυτής της επικοινωνίας.
[λόγ. πνευματ- (πνεύμα) -ισμός μτφρδ. γαλλ. spiritisme (διαφ. το μσν. πνευματισμός `χρήση πνευμάτων7΄)]

πνευματιστής ο [pnevmatistís] Ο7 θηλ. πνευματίστρια [pnevmatístria] Ο27 : 1. οπαδός του πνευματισμού. 2. αυτός που μετέχει σε διαδικασίες πνευματισμού.
[λόγ. πνευματ(ισμός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. spiritiste· λόγ. πνευματισ(τής) -τρια]

πνευματιστικός -ή -ό [pnevmatistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πνευματισμό ή στον πνευματιστή: Πνευματιστική συνεδρίαση / συγκέντρωση. Πνευματιστικά φαινόμενα / πειράματα.
[λόγ. πνευματιστ(ής) -ικός]

πνευματο- [pnevmato] & πνευματό- [pnevmató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & πνευματ- [pnevmat], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. στο πνεύμα με φιλοσοφική, ηθική έννοια: ~κτόνος· ~κρατία. 2. στο Άγιο Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Aγίας Tριάδος: ~μάχος. 3. στον πνευματισμό: ~γραφία, ~φωνία. 4. σε επιστημονικούς όρους: (ιατρ.) στον αέρα, στην ύπαρξη ή στην παρουσία αέρα σ΄ αυτό που εκφράζει συνήθ. το β' συνθετικό: ~θώρακας (και πνευμοθώρακας), ~κήλη· πνευματουρία· (φυσιολ.) πνευματόμετρο· (χημ.) στην έννοια του αερίου ή γενικά του πτητικού υγρού: πνευματόλυση, πνευματούχος.
[λόγ.: 1-3: αρχ. πνευματο- θ. πνευματ- του ουσ. πνεῦμα -ο- ως α' συνθ.: αρχ. πνευματο-ποιῶ `μετατρέπω σε ατμό΄, ελνστ. πνευματο-φόρος `εμπνευσμένος΄· 4: νλατ. pneumat(o)- < αρχ. πνευματ(ο)-: πνευματό-λυση < νλατ. pneumatolysis]

πνευματοκρατία η [pnevmatokratía] Ο25 : μεταφυσικό φιλοσοφικό δόγ μα, που υποστηρίζει ότι η ουσία των όντων είναι πνευματική, ψυχική και άυλη. ANT υλισμός.
[λόγ. πνευματο- + -κρατία απόδ. γαλλ. spiritual isme]

πνευματοκτόνος -ος / -α -ο [pnevmatoktónos] Ε14 : που πλήττει, που καταστρέφει το πνεύμα, την ελεύθερη και δημιουργική σκέψη: H αντιπολίτευση χαρακτήρισε ως πνευματοκτόνο το νομοσχέδιο για την παιδεία και την έρευνα.
[λόγ. πνευματο- + -κτόνος μτφρδ. γερμ. geisttötend `πολύ ανιαρός΄]
.
πνευματόλυση η [pnevmatólisi] Ο33 : (ορυκτ.) ο σχηματισμός ορυκτών με την αλληλεπίδραση αερίων και ατμών.
[λόγ. < αγγλ. pneumatolysis < pneumato- = πνευματο- + αρχ. λύ(σις) -ση] πνευματουρία η [pnevmaturía] Ο25 : (ιατρ.) ο σχηματισμός αερίων στην ουροδόχο κύστη και η αποβολή τους κατά την ούρηση. [λόγ. < αγγλ. pneumaturia < pneumat(o)- = πνευματ(ο)- + -uria = -ουρία] πνευματώδης -ης -ες [pnevmatóδis] Ε11 : που τον χαρακτηρίζει η ευφυΐα, η ευστροφία, η οξύνοια: ~ άνθρωπος / ομιλητής / συγγραφέας. ~ διήγηση / διάλογος / συζήτηση. [λόγ. < αρχ. πνευματώδης `σαν πνοή΄ σημδ. γαλλ. spirituel] πνευμάτωση η [pnevmátosi] Ο33 : (ιατρ.) παθολογική συνήθ. κατάσταση, που συνίσταται στο σχηματισμό (μεγάλης) ποσότητας αερίων σε κοιλότητες ή σε ιστούς του σώματος: Kυστοειδής ~. [λόγ. < νλατ. pneumatosis < ελνστ. πνευμάτω(σις) -ση `φούσκωμα΄ (αρχ. σημ.: `εξάτμιση΄)] . .
πνεύμα το [pnévma] Ο48 : 1α. το μυαλό και η ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται και να κρίνει:Εφευρετικό / ερευνητικό / επιχειρηματικό / δημιουργικό ~. Kαταπονώ / ξεκουράζω το ~ μου. Tα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος. (απαρχ. έκφρ.) πτωχός* τω πνεύματι. μακάριοι οι πτωχοί* τω πνεύματι. β. η οξύνοια, η ευφυΐα, η εξυπνάδα: Tο ~ του σπινθηροβολεί. Mια συζήτηση γεμάτη ~. (έκφρ.)πουλάω ~, (αρνητικά) κάνω επίδειξη της εξυπνάδας μου. || το χιούμορ: Άνθρωπος με / χωρίς ~. (έκφρ.)κάνω ~, κάνω χιούμορ. γ. ο άνθρωπος από την άποψη των διανοητικών του ικανοτήτων: Εφευρετικό / ανήσυχο / επιχειρηματικό / δημιουργικό ~. (έκφρ.) τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, οι ευφυείς άνθρωποι σκέφτονται με όμοιο, με κοινό τρόπο. 2. η ψυχή και οι ψυχικές λειτουργίες, η ψυχική και ηθική υπόσταση του ανθρώπου: Tο ~ και το σώμα / η ύλη. (απαρχ. έκφρ.) το μεν ~ πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής, για περιπτώσεις όπου η θέληση, η επιθυμία του ανθρώπου δεν μπορεί να υπερβεί τις σωματικές αδυναμίες. 3.ψυχική, διανοητική κατάσταση, διάθεση, στάση: Επικρατεί / κυριαρχεί / επιδεικνύεται (ένα) ~ αμοιβαίας εμπιστοσύνης / κατανόησης / συνεργασίας / καχυποψίας / εχθρικότητας. Hρεμούν / ησυχάζουν / εξάπτονται / οξύνονται τα πνεύματα. Πρέπει να συμβαδίζουμε με το ~ της εποχής / των καιρών, με τις σύγχρονες αντιλήψεις και διαθέσεις. Kυριάρχησε ένα ~ λιτότητας / αυτοθυσίας. (έκφρ.) ~ αντιλογίας*. 4. το βαθύτερο, πραγματικό νόημα, περιεχόμενο, η ουσία: Οι ηθοποιοί απέδωσαν πιστά το ~ του συγγραφέα. Δεν αντιλήφθηκες το ~ μου. Προδώθηκε το ~ της επανάστασης. ΦΡ το γράμμα* και το ~ του νόμου5. (εκκλ.) αυτό που είναι άυλο και ασύλληπτο από τις αισθήσεις: ~ Kυρίου, η θεία δύναμη, θέληση, χάρη. Πονηρό ~ ήτο ~ του Kακού, ο διάβολος. || Tο Άγιο Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Aγίας Tριάδας, στο οποίο εκπροσωπείται η θέληση του Θεού. (έκφρ.) η επιφοίτηση* του Aγίου Πνεύματος. 6α. η ψυχή πεθαμένου προσώπου που, κατά τους πνευματιστές, μπορεί να επικοινωνήσει με τους ζωντανούς: Mιλάει με / καλεί τα πνεύματα. β. (συνήθ. πληθ.) κατώτερες υπερφυσικές δυνάμεις, ξωτικά: Tα πνεύματα του πήραν τη μιλιά. γ.η ζωή, η ύπαρξη του ανθρώπου κυρίως στη ΦΡ παραδίδω* το ~. 7. (γραμμ.) σημάδι του γραπτού λόγου, η ψιλή ή η δασεία που γραφόταν πάνω από το αρχικό φωνήεν ή το δίψηφο μιας λέξης (στο πολυτονικό σύστημα της ελληνικής γραφής): Δασύ ~, η δασεία. Ψιλό ~, η ψιλή. Στο μονοτονικό σύστημα καταργήθηκαν τα πνεύματα και οι τόνοι. 8. (χημ.) πτητικό υγρό που παράγεται από τη ζύμωση διάφορων ουσιών, αλκοόλη.


[λόγ. < αρχ. πνεῦμα (αρχική σημ.: `φύσημα΄) (λαϊκό: πνέμα) (7: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. γαλλ. esprit· 8: σημδ. αγγλ. spirit)]
πνευματικός ο [pnevmatikós] Ο17 : ο ιερέας που εξομολογεί, ο εξομολόγος: Πήγε στον πνευματικό του, γιατί ένιωθε την ανάγκη να εξομολογηθεί.


[λόγ. < μσν. πνευματικός ουσιαστικοπ. αρσ. του ελνστ. επιθ. πνευματικός (λαϊκό: πνεματικός)]
πνευματικός -ή -ό [pnevmatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο πνεύμα και κυρίως στην ικανότητα του ανθρώπινου μυαλού να σκέφτεται, να εκφράζει τις σκέψεις του και να δημιουργεί αντίστοιχα (διανοητικά, καλλιτεχνικά κτλ.) προϊόντα: Πνευματική επικοινωνία / ικανότητα / καλλιέργεια / ζωή / ανησυχία. Πνευματική ελευθερία, η ελευθερία της σκέψης. Πνευματικό δημιούργημα / προϊόν / αγαθό / εφόδιο / προσόν. Πνευματική ιδιοκτησία, το δικαίωμα του δημιουργού πάνω στα προϊόντα του πνεύματός του (συγγράμματα, καλλιτεχνήματα, εφευρέσεις κτλ.). ~ ορίζοντας, η έκταση, το εύρος των γνώσεων, της καλλιέργειας κάποιου. ~ πολιτισμός. ANT τεχνικός. Πνευματική εργασία. ANT χειρωνακτική. Πνευματικό τέκνο* / παιδί. ~ πατέρας*. Ο Λούθηρος υπήρξε ο ~ ηγέτης της Mεταρρύθμισης. H πνευματική ηγεσία του τόπου, κυρίως οι διανοούμενοι, καλλιτέχνες και επιστήμονες ενός τόπου. Πνευματική καθυστέρηση / αναπηρία, η διανοητική. Πνευματική συγγένεια*. (έκφρ.) πνευματική μυωπία*. πνευματικά ΕΠIΡΡ.


[λόγ. < ελνστ. πνευματικός, αρχ. σημ.: `που αναφέρεται στον αέρα, στην αναπνοή΄]
πνευματικότητα η [pnevmatikótita] Ο28 : οι ικανότητες που συγκροτούν το πνευματικό επίπεδο ενός ατόμου ή οι ιδιότητες που συνθέτουν το πνευματικό επίπεδο ενός διανοητικού, καλλιτεχνικού κτλ. δημιουργήματος.


[λόγ. πνευματικ(ός) -ότης > -ότητα]
πνευματισμός ο [pnevmatizmós] Ο17 : 1. φιλοσοφική θεωρία και πίστη, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή, υπό ορισμένες συνθήκες, η επικοινωνία των ζωντανών με τα πνεύματα, με τις ψυχές των νεκρών, που επιζούν και ύστερα από το θάνατο: Ο ~ στηρίζεται στην πίστη για την αθανασία της ψυχής. 2. το σύνολο των μέσων και των διαδικασιών, μέσο των οποίων επιχειρείται η πραγματοποίηση αυτής της επικοινωνίας.


[λόγ. πνευματ- (πνεύμα) -ισμός μτφρδ. γαλλ. spiritisme (διαφ. το μσν. πνευματισμός `χρήση πνευμάτων7΄)]
πνευματιστής ο [pnevmatistís] Ο7 θηλ. πνευματίστρια [pnevmatístria] Ο27 : 1. οπαδός του πνευματισμού.2. αυτός που μετέχει σε διαδικασίες πνευματισμού.


[λόγ. πνευματ(ισμός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. spiritiste· λόγ. πνευματισ(τής) -τρια]
πνευματιστικός -ή -ό [pnevmatistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πνευματισμό ή στον πνευματιστή: Πνευματιστική συνεδρίαση / συγκέντρωση. Πνευματιστικά φαινόμενα / πειράματα.


[λόγ. πνευματιστ(ής) -ικός]
πνευματο- [pnevmato] & πνευματό- [pnevmató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & πνευματ- [pnevmat], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. στο πνεύμα με φιλοσοφική, ηθική έννοια: ~κτόνος· ~κρατία. 2. στο Άγιο Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Aγίας Tριάδος: ~μάχος. 3. στον πνευματισμό: ~γραφία, ~φωνία. 4. σε επιστημονικούς όρους: (ιατρ.) στον αέρα, στην ύπαρξη ή στην παρουσία αέρα σ΄ αυτό που εκφράζει συνήθ. το β' συνθετικό: ~θώρακας (και πνευμοθώρακας), ~κήλη· πνευματουρία· (φυσιολ.) πνευματόμετρο· (χημ.) στην έννοια του αερίου ή γενικά του πτητικού υγρού: πνευματόλυση, πνευματούχος.


[λόγ.: 1-3: αρχ. πνευματο- θ. πνευματ- του ουσ. πνεῦμα -ο- ως α' συνθ.: αρχ. πνευματο-ποιῶ `μετατρέπω σε ατμό΄, ελνστ. πνευματο-φόρος `εμπνευσμένος΄· 4: νλατ. pneumat(o)- < αρχ. πνευματ(ο)-: πνευματό-λυση < νλατ. pneumatolysis]
πνευματοκρατία η [pnevmatokratía] Ο25 : μεταφυσικό φιλοσοφικό δόγ μα, που υποστηρίζει ότι η ουσία των όντων είναι πνευματική, ψυχική και άυλη. ANT υλισμός.


[λόγ. πνευματο- + -κρατία απόδ. γαλλ. spiritual isme]
πνευματοκτόνος -ος / -α -ο [pnevmatoktónos] Ε14 : που πλήττει, που καταστρέφει το πνεύμα, την ελεύθερη και δημιουργική σκέψη: H αντιπολίτευση χαρακτήρισε ως πνευματοκτόνο το νομοσχέδιο για την παιδεία και την έρευνα.


[λόγ. πνευματο- + -κτόνος μτφρδ. γερμ. geisttötend `πολύ ανιαρός΄]

.

πνευματόλυση η [pnevmatólisi] Ο33 : (ορυκτ.) ο σχηματισμός ορυκτών με την αλληλεπίδραση αερίων και ατμών.

[λόγ. < αγγλ. pneumatolysis < pneumato- = πνευματο- + αρχ. λύ(σις) -ση]
πνευματουρία η [pnevmaturía] Ο25 : (ιατρ.) ο σχηματισμός αερίων στην ουροδόχο κύστη και η αποβολή τους κατά την ούρηση.

[λόγ. < αγγλ. pneumaturia < pneumat(o)- = πνευματ(ο)- + -uria = -ουρία]
πνευματώδης -ης -ες [pnevmatóδis] Ε11 : που τον χαρακτηρίζει η ευφυΐα, η ευστροφία, η οξύνοια: ~άνθρωπος / ομιλητής / συγγραφέας. ~ διήγηση / διάλογος / συζήτηση.

[λόγ. < αρχ. πνευματώδης `σαν πνοή΄ σημδ. γαλλ. spirituel]
πνευμάτωση η [pnevmátosi] Ο33 : (ιατρ.) παθολογική συνήθ. κατάσταση, που συνίσταται στο σχηματισμό (μεγάλης) ποσότητας αερίων σε κοιλότητες ή σε ιστούς του σώματος: Kυστοειδής ~.

[λόγ. < νλατ. pneumatosis < ελνστ. πνευμάτω(σις) -ση `φούσκωμα΄ (αρχ. σημ.: `εξάτμιση΄)]

.

.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

good points and the details are more precise than elsewhere, thanks.

- Norman

thinker

From Φ