Εργαστήριο καλοποίησης
![]() |
καλοποίηση |
optimisation ηθικοποίηση αρετοποίηση παντοποίηση βιρτουοποίηση αρτιστοποίηση Αριστοποίηση αξιοποίηση γενικοποίηση ποιησοποίηση ποιηποίηση ποιοτικοποίηση τελειοποίηση θεοποίηση aristopoiisi
optimization καλοποίηση: δυναμοποίηση ισχυροποίηση μπορωποίηση δυνητοποίηση κανωποίηση
διαδικασία αριστοποίησης, βελτιστοποίησης ή μεγιστοποίησης (optimisation/maximisation)
Εργαστήριο Αριστοποίησης
προγραμματισμός αριστοποίηση
µοντέλα αριστοποίησης, ευρέως γνωστά ως µοντέλα µαθηµατικού. προγραµµατισµού
Αριστοποίηση παραγωγής νοητικής-ψυχικής ενέργειας από συντονισμένη αξιοποίηση μονάδων παναγωγής-νόησης (εύνοιας ομόνοιας κοινώνοιας επίνοιας ευνόησης «επινόησης» διάνοιας σύννοιας ΜΕΣήΝΟΙΑς), με χρήση μικτού-μειγμένου παν..
ενδιαφέρουσες κατηγορίες θεμέτων-προβλημάτων αριστοποίησης
μελέτη της αριστοποίησης προΣτάσεων-προθηκών-προΦάσεων-προθεμάτων-προβλημάτων-προΒάσεων (βαίνοντων όντων στοιχείων τού πανδός), με δύο ή περισσότερες μεταβλητές-μεταβαλόμενες-άλλακτες-ασταθείς-κινούμενες-αλλάζουσες θήκες-συνθήκες, ούσες νοούμενες στάσεις
ένφαση (αυξημένο αίσθημα έλξης-ώθησης-εδιαφέροντος) στην διάκριση-κρίση, μεταξύ, παραμετρικής μέτριας μεσότητος στοιχειώδους και δομικής απαραίτητης αναγκαίας αναγκαστικής ποιητικής ποιούσας, αριστοποίησης
άριστο, άριστη, άριστο. κλητική, άριστε, άριστη, άριστο. πτώση · πληθυντικός · ονομαστική, άριστοι, άριστες, άριστα ... άριστος < αρχαία ελληνικήἄριστος
.
.
optimization καλοποίηση: δυναμοποίηση ισχυροποίηση μπορωποίηση δυνητοποίηση κανωποίηση
διαδικασία αριστοποίησης, βελτιστοποίησης ή μεγιστοποίησης (optimisation/maximisation)
"αρίστος" |
Εργαστήριο Αριστοποίησης
προγραμματισμός αριστοποίηση
µοντέλα αριστοποίησης, ευρέως γνωστά ως µοντέλα µαθηµατικού. προγραµµατισµού
Αριστοποίηση παραγωγής νοητικής-ψυχικής ενέργειας από συντονισμένη αξιοποίηση μονάδων παναγωγής-νόησης (εύνοιας ομόνοιας κοινώνοιας επίνοιας ευνόησης «επινόησης» διάνοιας σύννοιας ΜΕΣήΝΟΙΑς), με χρήση μικτού-μειγμένου παν..
ενδιαφέρουσες κατηγορίες θεμέτων-προβλημάτων αριστοποίησης
μελέτη της αριστοποίησης προΣτάσεων-προθηκών-προΦάσεων-προθεμάτων-προβλημάτων-προΒάσεων (βαίνοντων όντων στοιχείων τού πανδός), με δύο ή περισσότερες μεταβλητές-μεταβαλόμενες-άλλακτες-ασταθείς-κινούμενες-αλλάζουσες θήκες-συνθήκες, ούσες νοούμενες στάσεις
ένφαση (αυξημένο αίσθημα έλξης-ώθησης-εδιαφέροντος) στην διάκριση-κρίση, μεταξύ, παραμετρικής μέτριας μεσότητος στοιχειώδους και δομικής απαραίτητης αναγκαίας αναγκαστικής ποιητικής ποιούσας, αριστοποίησης
άριστο, άριστη, άριστο. κλητική, άριστε, άριστη, άριστο. πτώση · πληθυντικός · ονομαστική, άριστοι, άριστες, άριστα ... άριστος < αρχαία ελληνικήἄριστος
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου