postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology

clinical philosophy κλινική φιλοσοφία Filosofia clínica , scholar google "θεωρητικη ψυχολογια" "φιλοσοφικη ψυχολογια", scholar google "Theoretical philosophical psychology", postpsychology, metapsychology, ΜΕΤΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Μεταψυχολογία, POST Theoretical philosophical psychology, θεωρητικη φιλοσοφικη ψυχολογια, Theoretical philosophical psychology, φιλοσοφικη ψυχολογια, philosophical psychology, θεωρητικη ψυχολογια, Theoretical psychology, META Theoretical philosophical psychology, postΜΕΤΑpsychology, postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology, νοοόντι

scholar google

scholar google
  1. Μηχανή αναζήτησης ελληνικών ψηφιακών βιβλιοθηκών http://openarchives.gr/
  2. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (EAΔΔ) http://phdtheses.ekt.gr/eadd/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

love dance

From Φ

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

μνησικακία

μνησικακία grudge φθονώ μνησικακώ δίδω ακουσίως rancor άχτι εχθροπάθεια malice κακία μοχθηρία κακεντρέχεια χαιρεκακία resentfulness μήνις ire Gypsy Romany αθίγγανος indignation, resentment - wrath - anger οργή θυμός εξοργίζω - exasperation εξόργιση
.
ire άχτι Romany grudge
.
Φθόνος και Μνησικακία. 
.
υποθάλπει τη ζήλια, την εκδικητικότητα και τον λαϊκισμό
η παθητική και η ενεργητική μνησικακία
.

Η μνησικακία (2004)
Η μνησικακία 2 (2006)
Η μνησικακία 3 (Για να αναγγελθεί 2008)

.
An American nurse living and working in Tokyo is exposed to a mysterious supernatural curse, one that locks a person in a powerful rage before claiming their life and spreading to another victim. 
Ένας Αμερικανός νοσοκόμος που ζει και εργάζεται στο Τόκιο είναι εκτεθειμένος σε μυστηριώδες υπερφυσική κατάρα, μια που κλειδώνει ένα άτομο σε ένα ισχυρό οργή πριν υποβάλει αίτηση για τη ζωή τους και τη διάδοση σε ένα άλλο θύμα.
Μια αμερικανική νοσοκόμα που ζουν και εργάζονται στο Τόκιο είναι εκτεθειμένος σε ένα μυστηριώδες υπερφυσική κατάρα, ένα που κλειδώνει ένα άτομο σε ένα ισχυρό οργή πριν υποβάλει αίτηση για τη ζωή τους και τη διάδοση σε άλλο θύμα.
An American nurse living and working in Tokyo is exposed to a mysterious supernatural curse, one that locks a person in a powerful rage before claiming their life and spreading to another victim.
Δημιουργός και υπεύθυνη της λίστας είναι η Κυόκο Γιαμαμότο, μηχανικός λογισμικού που ζει και εργάζεται στο Τόκυο. Ζει και εργάζεται στο Τόκυο και δουλεύει συνεχώς πίσω από τον στόχο της: τα όμορφα και εύκολα στη φροντίδα μαλλιά, για όλους. Τι μπορεί να ενώνει μία Ελληνίδα φωτογράφο που ζει και εργάζεται στο Τόκιο με έναν Ιάπωνα που μιλάει καλύτερα ελληνικά και από έναν Έλληνα; 
.
αγανάκτηση
.

θυμός, έντονη δυσανασχέτηση, ιδίως αυτή που προκαλείται όταν θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου
μεγάλη δυσαρέσκεια, οργή, παραφορά, και ειδικά το συναίσθημα που νιώθει κάποιος που πιστεύει ότι έχει αδικηθεί με κάποιον τρόπο

.
αγανάκτηση η [aγanáktisi] & αγανάχτηση η [aγanáxtisi] Ο33 : θυμός, έντονη δυσανασχέτηση, ιδίως αυτή που προκαλείται όταν θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: H δολοφονία προκάλεσε την ~ της κοινής γνώμης. Γενική / λαϊκή / δίκαιη ~. Mε πνίγει η ~.
[λόγ. < αρχ. ἀγανάκτη(σις) -ση· μσν. αγανάχτηση < αρχ. ἀγανάκτησις με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

αγανάκτηση η [aγanáktisi] & αγανάχτηση η [aγanáxtisi] Ο33 : θυμός, έντονη δυσανασχέτηση, ιδίως αυτή που προκαλείται όταν θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: H δολοφονία προκάλεσε την ~ της κοινής γνώμης. Γενική / λαϊκή / δίκαιη ~. Mε πνίγει η ~.
[λόγ. < αρχ. ἀγανάκτη(σις) -ση· μσν. αγανάχτηση < αρχ. ἀγανάκτησις με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
Ετυμολογία
αγανάκτηση < αρχαία ελληνική ἀγανάκτησις < ρήμα ἀγανακτῶ
[] Προφορά
ΔΦΑ : /a.ɣa.ˈna.kti.si/
[] Ουσιαστικό
αγανάκτηση θηλυκό και αγανάχτηση
μεγάλη δυσαρέσκεια, οργή, παραφορά, και ειδικά το συναίσθημα που νιώθει κάποιος που πιστεύει ότι έχει αδικηθεί με κάποιον τρόπο
εκφράζω την αγανάκτησή μου
προκαλώ την αγανάκτηση κάποιου
[] Συγγενικές λέξεις
αγανακτώ, αγαναχτώ

θυμός, έντονη δυσανασχέτηση, ιδίως αυτή που προκαλείται όταν θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου
μεγάλη δυσαρέσκεια, οργή, παραφορά, και ειδικά το συναίσθημα που νιώθει κάποιος που πιστεύει ότι έχει αδικηθεί με κάποιον τρόπο
θυμός, έντονη δυσανασχέτηση, θίγονται, ηθική μείωση, ψυχικό πόνο, προσβολλή, αφαίρεση δικαίωματος, περιόριση δικαίωματος, αναξιοπρέπεια, αδικαιοσύνη, αδικία, αφιλότιμου, μεγάλη δυσαρέσκεια, οργή, παραφορά, αδίκηση, θιγγάνω, άθικτοι, ανέγγιχτος, Αθίγγανοι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

thinker

From Φ