postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology

clinical philosophy κλινική φιλοσοφία Filosofia clínica , scholar google "θεωρητικη ψυχολογια" "φιλοσοφικη ψυχολογια", scholar google "Theoretical philosophical psychology", postpsychology, metapsychology, ΜΕΤΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Μεταψυχολογία, POST Theoretical philosophical psychology, θεωρητικη φιλοσοφικη ψυχολογια, Theoretical philosophical psychology, φιλοσοφικη ψυχολογια, philosophical psychology, θεωρητικη ψυχολογια, Theoretical psychology, META Theoretical philosophical psychology, postΜΕΤΑpsychology, postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology, νοοόντι

scholar google

scholar google
  1. Μηχανή αναζήτησης ελληνικών ψηφιακών βιβλιοθηκών http://openarchives.gr/
  2. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (EAΔΔ) http://phdtheses.ekt.gr/eadd/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

love dance

From Φ

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

υψηλή ποιότητα καλά κρασά,καλά γαμήσα καλέργης ζωή + κότα

υψηλή ποιότητα καλά κρασά,καλά γαμήσα καλέργης ζωή + κότα
-
"ποιόν"
-
ποιόν
-
From Theoretical philosophical psychology-Θεωρητική φιλοσοφική ψυχολογία
-
‎(χρειάζομαι), με οφελεί, να προσπαθώ, να ενεργώ-λειτουργώ, με [ένξυπνη, μη πονηρή, αρμονική] καλοσύνη, να θέλω, να προσπαθώ, να εργάζομαι, να ζω, λειτουργώ ενεργώ, αισθάνομαι σκέπτομαι νοώ πράττω, κάνω, με ανώτατη ποιότητα [τελειότητα θέωση παντοποίηση].. αυτή είναι η λύση στα χρήματα, στην οικονομία, στην δόξα, στην ευτυχία, στην ζωή-βίωση-στάση.. καλά κρασά,καλά γαμήσα,καλά έργα,καλή συνπεριφορά,καλέργης,καλή νόηση,καλά μυαλά,καλά αισθήματα,καλές ιδέες,καλές σκέψεις,έΝξυπνη καλοσύνη,αρμονικώς καταλλήλως ταιριαστώς: υψηλή ποιότητα [OXI MALAKISMENWS XAZA VLAKODWS ΜΕ ηλιθιότητα]--«»ANEKSARTITWS APO ANTI8ETES EPIROES KAI EMPODIA DYSKOLIES[]--άγιοι-να αγιάσω [στην αγιάσο] agiasoy agiasante ανώτατη ποιότητα ανώτατη καλοσύνη θέωση παντοποίηση--άγιοι-να αγιάσω [στην αγιάσο] agiasoy agiasante

ευζωία ζωή χαρισάμενη καλοπέραση υψηλά στάνταρτς φινίρισμα φινίτος φινέτζα σένιο σκαμπρώζικο σουξέ σουξεδάκι σεξέ

αντίζ αζίζ να πιστεύομε σε μακρυνούς άπιαστους ακαταλαβίστικους τρομερούς θεούς σε πολύπλοκες ανεπαρκείς ιδεολογίες [φιλοσοφίες θρησκειολογίες, ανεπαρκείς ανεξήγητες ψυχολογίες, πονηρές πολιτικές], ας αυξήσουμε την πίστη στον εναυτό, στον άνθρωπο, ότι: μπορεί να λειτουργεί, τέλεια ή, ότι: μπορεί να λειτουργεί, πάρα πάρα πολύ καλύτερα, από ότι λειτουργεί, ότι: μπορεί να ενεργεί-αισθάνεται-σκέπτεται-νοεί, πάρα πάρα πολύ ποιοτικότερως, από ότι λειτουργεί.. [τάρεκ αζίζ]

αντίς γιά φάιν αρτς, φάιν λάιφ

υψηλή ποιότητα καλά κρασά,καλά γαμήσα καλέργης ζωή + κότα

καλή δουλειά καλά έργα αγαθοεργίες ποιότητα

ντεμοντέ ποιότητα δεμοδέ καλοσύνη δυσφημισμένη κακόφημη συνειδητή μωρία αγαθότι

ενώ, δεν θέμε, αποφεύγουμε, το κακό μας, την δυστυχία μας, την δυσαρέσκεια, γενικότερως, θέμε την ευτυχία μας, λοξοδρομούμε μπερδευόμαστε δυστάζουμε δεν ενθαρρεινόμαστε ωθούμαστε [απαγορεύεται εμποδιζόμαστε κακοκρίνεται] και ξεχνάμε την ευτυχία μας τον ανώτατο στόχο της ευτύχησείς μας και κάνουμε άσχετα ολιγοσχετικά πράματα ενέργειες διαδικασίες αντί να πράξουμε την κυριώτερη ιδέα: την ποιότητα την προσπάθεια πράξεις εφαρμογής πραγματοποίησης υλοποίησης των καλών θεωριών μας στην πράξη, εφαρμογή

κατά βάθος [κυριώτερος μόνο βαθέως], θέμε ευστασία-καλοπέραση αλλά δεν ζούμε καταβάθος-βαθέως λειτουργούμε επιφανειακώς ρυχώς ψευτοζούμε κακοζούμε, δεν ευφημίζεται η καλοσύνη η ποιότητα

υποκαταστατά ευτυχίας

ποιότητα η [piótita] Ο28 : 1. το σύνολο των ιδιοτήτων, των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν ή αξιολογούν κπ. ή κτ.: H οικονομική ανάπτυξη πρέπει να οδηγεί σε βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας. Οι ποσοτικές μεταβολές οδηγούν τελικά σε μια νέα ~. || ~ αισθημάτων. Οι ποιότητες της γεύσης είναι το γλυκό, το πικρό, το ξινό και το αλμυρό. ~ χρώματος, η σχέση του με τα τέσσερα βασικά. Tο χρώμα δεν είναι ιδιότητα των αντικειμένων, αλλά ~ των οπτικών αισθήσεων. (έκφρ.) ~ ζωής*. 2α. το σύνολο των βασικών χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας: Kαλή / υψηλή / άριστη / μέτρια / κακή ~. H ~ των τροφών / των ρούχων / των αυτοκινήτων / των προϊόντων / των υλικών / των υπηρεσιών. Bελτίωση / πτώση ποιότητας. || Έλεγχος ποιότητας, διαδικασία καθορισμού προδιαγραφών, με βάση τις οποίες οφείλουν να παράγονται προϊόντα ή υπηρεσίες. β. οι ιδιότητες, τα χαρακτηριστικά ενός αγαθού, μιας υπηρεσίας που το διαφοροποιούν από άλλα όμοια: ~ AA, εξαιρετι κή. Πρώτη / δεύτερη / τρίτη ~. Ύφασμα εξαιρετικής ποιότητας. Aυτή η ~ κοστίζει ακριβότερα. Tο όνομα του κατασκευαστή εγγυάται την ~. 3. (χωρίς άρθρο) ανώτερος βαθμός μιας αξιολογικής κλίμακας· κλάση: Θέατρο / κινηματογράφος / ταινίες ποιότητας. Προϊόντα / εργασία ποιότητας. Aγοράζω πάντα ~. 4. (γλωσσ.) α. η χροιά ενός φθόγγου: Tο ανοιχτό και το κλειστό [e] της γαλλικής είναι φθόγγοι διαφορετικής ποιότητας. β. ~ φωνής, το σύνολο των μη γλωσσικών γνωρισμάτων στην ομιλία ενός ατόμου, που το διαφοροποιούν από άλλα άτομα (ύψος, διάρκεια, έντα ση, χροιά φωνής).
[λόγ. < αρχ. ποιότης, αιτ. -ητα & σημδ. γαλλ. qualité]

-

ποιότητα η [piótita] Ο28 : 1. το σύνολο των ιδιοτήτων, των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν ή αξιολογούν κπ. ή κτ.: H οικονομική ανάπτυξη πρέπει να οδηγεί σε βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας. Οι ποσοτικές μεταβολές οδηγούν τελικά σε μια νέα ~. || ~ αισθημάτων. Οι ποιότητες της γεύσης είναι το γλυκό, το πικρό, το ξινό και το αλμυρό. ~ χρώματος, η σχέση του με τα τέσσερα βασικά. Tο χρώμα δεν είναι ιδιότητα των αντικειμένων, αλλά ~ των οπτικών αισθήσεων. (έκφρ.) ~ ζωής*. 2α. το σύνολο των βασικών χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας: Kαλή / υψηλή / άριστη / μέτρια / κακή ~. H ~των τροφών / των ρούχων / των αυτοκινήτων / των προϊόντων / των υλικών / των υπηρεσιών. Bελτίωση / πτώση ποιότητας. || Έλεγχος ποιότητας, διαδικασία καθορισμού προδιαγραφών, με βάση τις οποίες οφείλουν να παράγονται προϊόντα ή υπηρεσίες. β. οι ιδιότητες, τα χαρακτηριστικά ενός αγαθού, μιας υπηρεσίας που το διαφοροποιούν από άλλα όμοια: ~ AA, εξαιρετι κή. Πρώτη / δεύτερη / τρίτη ~. Ύφασμα εξαιρετικής ποιότητας. Aυτή η ~ κοστίζει ακριβότερα. Tο όνομα του κατασκευαστή εγγυάται την ~. 3.(χωρίς άρθρο) ανώτερος βαθμός μιας αξιολογικής κλίμακας· κλάση: Θέατρο / κινηματογράφος / ταινίες ποιότητας. Προϊόντα / εργασία ποιότητας. Aγοράζω πάντα ~. 4. (γλωσσ.) α. η χροιά ενός φθόγγου: Tο ανοιχτό και το κλειστό [e] της γαλλικής είναι φθόγγοι διαφορετικής ποιότητας. β. ~ φωνής, το σύνολο των μη γλωσσικών γνωρισμάτων στην ομιλία ενός ατόμου, που το διαφοροποιούν από άλλα άτομα (ύψος, διάρκεια, έντα ση, χροιά φωνής).
[λόγ. < αρχ. ποιότης, αιτ. -ητα & σημδ. γαλλ. qualité]

-

  1. το σύνολο των ιδιοτήτων, των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν ή αξιολογούν κπ. ή κτ
  2. -το σύνολο των βασικών χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας
  3. -οι ιδιότητες, τα χαρακτηριστικά ενός αγαθού, μιας υπηρεσίας που το διαφοροποιούν από άλλα όμοια
  4. -(χωρίς άρθρο) ανώτερος βαθμός μιας αξιολογικής κλίμακας· κλάση
  5. - η χροιά φθόγγου
  6. -το σύνολο των μη γλωσσικών γνωρισμάτων στην ομιλία ενός ατόμου, που το διαφοροποιούν από άλλα άτομα (ύψος, διάρκεια, έντα ση, χροιά φωνής)
  7. -[λόγ. < αρχ. ποιότης, αιτ. -ητα & σημδ. γαλλ. qualité]
  8. - || Έλεγχος ποιότητας, διαδικασία καθορισμού προδιαγραφών, με βάση τις οποίες οφείλουν να παράγονται προϊόντα ή υπηρεσίες.

-
το σύνολο των ιδιοτήτων, των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν ή αξιολογούν κπ. ή κτ-το σύνολο των βασικών χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας-οι ιδιότητες, τα χαρακτηριστικά ενός αγαθού, μιας υπηρεσίας που το διαφοροποιούν από άλλα όμοια-(χωρίς άρθρο) ανώτερος βαθμός μιας αξιολογικής κλίμακας· κλάση- η χροιά φθόγγου-το σύνολο των μη γλωσσικών γνωρισμάτων στην ομιλία ενός ατόμου, που το διαφοροποιούν από άλλα άτομα (ύψος, διάρκεια, έντα ση, χροιά φωνής)-[λόγ. < αρχ. ποιότης, αιτ. -ητα & σημδ. γαλλ. qualité]- || Έλεγχος ποιότητας, διαδικασία καθορισμού προδιαγραφών, με βάση τις οποίες οφείλουν να παράγονται προϊόντα ή υπηρεσίες.


το σύνολο των ιδιοτήτων, των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν ή αξιολογούν κπ. ή κτ
-το σύνολο των βασικών χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας
-οι ιδιότητες, τα χαρακτηριστικά ενός αγαθού, μιας υπηρεσίας που το διαφοροποιούν από άλλα όμοια
-(χωρίς άρθρο) ανώτερος βαθμός μιας αξιολογικής κλίμακας· κλάση
- η χροιά φθόγγου
-το σύνολο των μη γλωσσικών γνωρισμάτων στην ομιλία ενός ατόμου, που το διαφοροποιούν από άλλα άτομα (ύψος, διάρκεια, έντα ση, χροιά φωνής)
-[λόγ. < αρχ. ποιότης, αιτ. -ητα & σημδ. γαλλ. qualité]
- || Έλεγχος ποιότητας, διαδικασία καθορισμού προδιαγραφών, με βάση τις οποίες οφείλουν να παράγονται προϊόντα ή υπηρεσίες.

-


  • το σύνολο των ιδιοτήτων, των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν ή αξιολογούν κπ. ή κτ
  • -το σύνολο των βασικών χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας
  • -οι ιδιότητες, τα χαρακτηριστικά ενός αγαθού, μιας υπηρεσίας που το διαφοροποιούν από άλλα όμοια
  • -(χωρίς άρθρο) ανώτερος βαθμός μιας αξιολογικής κλίμακας· κλάση
  • - η χροιά φθόγγου
  • -το σύνολο των μη γλωσσικών γνωρισμάτων στην ομιλία ενός ατόμου, που το διαφοροποιούν από άλλα άτομα (ύψος, διάρκεια, έντα ση, χροιά φωνής)
  • -[λόγ. < αρχ. ποιότης, αιτ. -ητα & σημδ. γαλλ. qualité]
  • - || Έλεγχος ποιότητας, διαδικασία καθορισμού προδιαγραφών, με βάση τις οποίες οφείλουν να παράγονται προϊόντα ή υπηρεσίες.

-

το σύνολο των ιδιοτήτων, των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν ή αξιολογούν κπ. ή κτ
-το σύνολο των βασικών χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας
-οι ιδιότητες, τα χαρακτηριστικά ενός αγαθού, μιας υπηρεσίας που το διαφοροποιούν από άλλα όμοια
-(χωρίς άρθρο) ανώτερος βαθμός μιας αξιολογικής κλίμακας· κλάση
- η χροιά φθόγγου
-το σύνολο των μη γλωσσικών γνωρισμάτων στην ομιλία ενός ατόμου, που το διαφοροποιούν από άλλα άτομα (ύψος, διάρκεια, έντα ση, χροιά φωνής)
-[λόγ. < αρχ. ποιότης, αιτ. -ητα & σημδ. γαλλ. qualité]
- || Έλεγχος ποιότητας, διαδικασία καθορισμού προδιαγραφών, με βάση τις οποίες οφείλουν να παράγονται προϊόντα ή υπηρεσίες.
-
http://www.paraselection.com/media/qualite.jpg
-
ποιότητα qualite ποιότης, qualité
-

-

ποιότητα

Πίνακας περιεχομένων

 [Απόκρυψη]

[]Flag of Greece.svg Ελληνικά (el)

[]Nuvola apps bookcase.png Ετυμολογία

[]Open book 01.svg Ουσιαστικό

ποιότητα θηλυκό
  • το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός ατόμου, αντικειμένου, συστήματος, η φύση, το ποιόν
  • το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός ατόμου, αντικειμένου, συστήματος που οδηγούν στην αξιολόγησή του
    η κακή ποιότητα των υλικών ευθύνεται για το ατύχημα




  • -
    From Theoretical philosophical psychology-Θεωρητική φιλοσοφική ψυχολογία
    -
  • η καλή ποιότητα
    παρακολούθησα μια κινηματογραφική ταινία ποιότητας






[]Blue Glass Arrow.svg Δείτε επίσης

[]Nuvola filesystems www.png Μεταφράσεις


-
ποιότητα
Πίνακας περιεχομένων [Απόκρυψη]
1 Ελληνικά (el)
1.1 Ετυμολογία
1.2 Ουσιαστικό
1.2.1 Δείτε επίσης
1.2.2 Μεταφράσεις
[] Ελληνικά (el)

[] Ετυμολογία
ποιότητα < αρχαία ελληνική ποιότης
[] Ουσιαστικό
ποιότητα θηλυκό
το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός ατόμου, αντικειμένου, συστήματος, η φύση, το ποιόν
το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός ατόμου, αντικειμένου, συστήματος που οδηγούν στην αξιολόγησή του
η κακή ποιότητα των υλικών ευθύνεται για το ατύχημα
η καλή ποιότητα
παρακολούθησα μια κινηματογραφική ταινία ποιότητας
[] Δείτε επίσης
ποσότητα
[] Μεταφράσεις
ποιότητα[ εμφάνιση ]
Κατηγορίες: Ελληνική γλώσσα | Ουσιαστικά (ελληνικά)
-

το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός ατόμου, αντικειμένου, συστήματος, η φύση, το ποιόν
το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός ατόμου, αντικειμένου, συστήματος που οδηγούν στην αξιολόγησή του
-
ποιόν
-

-
ποιόν το [pión] Ο γεν. ποιού (χωρίς πληθ.) : το σύνολο των ιδιοτήτων, των ποιοτικών γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν ή αξιολογούν κτ. ή κπ.· ποιότητα1: Tο ~ των σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια. Tο ~ ενός ανθρώπου, ο χαρακτήρας του, κυρίως από ηθική άποψη: Tο ~ του δεν είναι καλό / είναι ύποπτο. || (ψυχ.) το είδος, η ποιότητα: Tα αισθήματα της θερμότητας και του ψύχους έχουν το ίδιο ~. Tο ~ των αισθημάτων εξαρτάται από τη φύση των ερεθισμών που τα προκαλούν. Tο ~ του ήχου, η χροιά. || (φιλοσ.): Tο ~ των όντων, τα διακριτικά τους γνωρίσματα.
[λόγ. < αρχ. ποιόν]

-
ποιόν το [pión] Ο γεν. ποιού (χωρίς πληθ.) : το σύνολο των ιδιοτήτων, των ποιοτικών γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν ή αξιολογούν κτ. ή κπ.· ποιότητα1: Tο ~ των σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια. Tο ~ ενός ανθρώπου, ο χαρακτήρας του, κυρίως από ηθική άποψη: Tο ~ του δεν είναι καλό / είναι ύποπτο. || (ψυχ.) το είδος, η ποιότητα: Tα αισθήματα της θερμότητας και του ψύχους έχουν το ίδιο ~. Tο ~ των αισθημάτων εξαρτάται από τη φύση των ερεθισμών που τα προκαλούν. Tο ~ του ήχου, η χροιά. || (φιλοσ.): Tο ~ των όντων, τα διακριτικά τους γνωρίσματα.
[λόγ. < αρχ. ποιόν]
-
Pión
-
ποιόν pion Pión
-
poion
-
ποιόν pion Pión poion

Δεν υπάρχουν σχόλια:

thinker

From Φ