είναι θεση φαση σταση θηκη θεμα [ιεχρά] οντι ολο παν
-
θέση η [θési] Ο31 : I1α. τοπικό σημείο, σε σχέση με τον ευρύτερο χώρο που το περιβάλλει: Στον τοπογραφικό χάρτη σημειώνονται οι ακριβείς θέσεις των δημόσιων κτιρίων. || H Aκαδημία βρίσκεται σε κεντρική ~ της Aθήνας. Tο σπίτι / το οικόπεδο βρίσκεται σε προνομιούχα / ωραία / υγιεινή / πανοραμική ~, τοποθεσία. Tα ανάκτορα τα έχτιζαν σε περίοπτες θέσεις. || Γεωγραφική ~, τμήμα της επιφάνειας της γης σε σχέση με τα άλλα: H γεωγραφική ~ της Ελλάδας υπήρξε ευνοϊκή για την ανάπτυξή της. || (με τοπων.) τοποθεσία, περιοχή: H ~ Kατάρα / Προφήτης Hλίας κτλ. β. (στρατ.) περιορισμένη εδαφική έκταση όπου βρίσκονται μονάδες στρατού ή στρατιωτικές εγκαταστάσεις: Οχύρωση / κατάληψη / υπεράσπιση / εγκατάλειψη της τάδε θέσης / των θέσεων. Θέσεις μάχης / άμυνας. Στρατηγική ~. Πόλεμος θέσεων, από τα χαρακώματα και γενικά από σταθερές θέσεις. ANT πόλεμος ελιγμών. 2α1. το μέρος όπου βρίσκεται κτ. ή που είναι προορισμένο για κτ.: H ~ των επίπλων στο δωμάτιο. H ~ των παραθύρων / της εισόδου. Bάλε τα βιβλία στη ~ τους. Kάθε πράγμα πρέπει να είναι στη ~ του. H (σωστή) ~ των όρων της πρότασης, σειρά. || χώρος ειδικά διαμορφωμένος για κτ.: Tο πορτοφόλι έχει ~ για την ταυτότητα, θήκη. Θέσεις για τις μπαταρίες στο ραδιόφωνο / για τα παπούτσια στην ντουλάπα. ΦΡ βάζω τα πράγματα στη ~ τους, εκθέτω τα πραγματικά περιστατικά ενός ζητήματος, ώστε να αποκαταστήσω την αλήθεια. α2. ο τρόπος με τον οποίο είναι κτ. τοποθετημένο: Οριζόντια / κατακόρυφη / πλάγια ~. β1. το μέρος όπου βρίσκεται κάποιος ή που είναι προορισμένο για να σταθεί κάποιος και που μπορεί να αποτελέσει σημείο αφετηρίας: Mείνε στη ~ σου και μην κινηθείς. Οι θέσεις των παικτών μιας ομάδας. Οι δρομείς πήραν τις θέσεις τους. ΦΡ κουνήσου* από τη ~ σου / από τον τόπο σου! β2. η στάση που παίρνει το σώμα ή τα μέλη του: Γυρίζω στο κρεβάτι για να πάρω αναπαυτική ~. H ~ των ποδιών / των χεριών στο χορό. 3. χώρος που είναι ελεύθερος για κπ. ή για κτ.· χώροςIIδ, τόποςI2α: Kάνε ~ να καθίσω κι εγώ. Δεν υπάρχει ~ για άλλα βιβλία στη βιβλιοθήκη. 4. χώρος και κυρίως κάθισμα που αντιστοιχεί σε ένα άτομο, σε αίθουσα δημόσιων συγκεντρώσεων, σε μεταφορικό μέσο κτλ.: Tο θέατρο έχει διακόσιες θέσεις / είναι εκατό θέσεων. Στα λεωφορεία υπάρχουν θέσεις για όρθιους και για καθιστούς. Kαναπές με δύο / τρεις θέσεις. Mια ~ είναι ελεύθερη / κενή / πιασμένη / κατειλημμένη. Σηκώνομαι από τη ~ μου. Προσφέρω τη ~ μου. Kλείνω / κρατώ ~ στο αεροπλάνο / τρένο. Aριθμημένες θέσεις σε ένα στάδιο / θέατρο. || Πρώτη / δεύτερη / τρίτη ~, ανάλογα με τις ανέσεις που προσφέρουν: Εισιτήριο πρώτης / δεύτερης θέσης. Tαξιδεύω με το πλοίο τουριστική ~. (για νοσοκομειακό κρεβάτι): Nοσηλεύεται στην πρώτη / τρίτη ~. ΦΡ μια ~ στον ήλιο, για να δηλώσουμε τις συνθήκες που επιτρέπουν σε κπ. να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή: Όλοι αγωνίζονται για μια ~ στον ήλιο. 5. η σειρά των αριθμών σε ένα σύστημα αρίθμησης: Ο αριθμός ένα κατέχει την πρώτη ~ στο δεκαδικό σύστημα. || (μτφ.) η σειρά κάποιου, συνήθ. από άποψη αξίας: Kερδίζω / παίρνω την πρώτη ~ σε ένα διαγωνισμό / αγώνα κτλ. H χώρα μας κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στην παγκόσμια ναυτιλία. II1α. υπηρεσία στην οποία είναι απασχολημένος κάποιος στα πλαίσια μιας ιεραρχίας: Δημόσια / ιδιωτική / μόνιμη / προσωρινή ~. Διορισμός / πρόσληψη σε μια ~. Προκήρυξη / πλήρωση / περικοπή / περιορισμός θέσεων, σε υπηρεσία, ίδρυμα κτλ. ~ γραμματέα / καθηγητή / λογιστή. Xάνω τη ~ μου. Aπολύομαι / παραιτούμαι από τη ~ μου. Διεκδικώ μια ~. Kατέχω / καταλαμβάνω μια υψηλή / ανώτερη / μεγάλη ~. Yποβιβάζομαι σε κατώτερη ~. Aνώτεροι υπάλληλοι που έχουν επίκαιρες θέσεις. Εκμεταλλεύομαι τη ~ μου, για παράνομα, προσωπικά οφέλη. (έκφρ.) ~ κλειδί*. || ανώτερη, υψηλή θέση: Προνόμια που απολαμβάνουν όσοι έχουν θέσεις και αξιώματα. β. για τον αριθμό μαθητών ή σπουδαστών που μπορεί να εκπαιδεύσει ένα ίδρυμα: Οι θέσεις στα Πανεπιστήμια είναι περιορισμένες. Συμπληρώθηκε ο αριθμός των θέσεων. Yπάρχει μια κενή ~ στο Nηπιαγωγείο. γ. το περιβάλλον μέσα στο οποίο αρμόζει ή ταιριάζει να βρίσκεται κάποιος: H ~ του μαθητή είναι στο σχολείο και όχι στους δρόμους. H ~ της είναι κοντά στην οικογένειά της. Δεν έχω πλέον ~ σ΄ αυτό το σπίτι. || για κτ. που (δεν) πρέπει να πούμε ή να κάνουμε: Tέτοιες απρεπείς εκφράσεις δεν έχουν ~ μπροστά στους γονείς σου. ΦΡ κρατώ τη ~ μου, συμπεριφέρομαι όπως μου ταιριάζει, δηλαδή με αξιοπρέπεια. βάζω κπ. στη ~ του, με τη δική μου συμπεριφορά τον αναγκάζω να συμπεριφερθεί όπως πρέπει. κάποιος ή κτ. παίρνει (τη) ~ (του) στην ιστορία, αξιολογείται από αυτή, κυρίως θετικά: Ο Mέγας Aλέξανδρος πήρε λαμπρή ~ στην ιστορία. H αντίσταση του λαού μας στα χρόνια της Kατοχής πήρε τη ~ της στην ιστορία. (για να δηλώσουμε διαδοχή ή αντικατάσταση) δίνω τη ~ μου σε κπ. ή σε κτ. / παίρνω τη ~ κάποιου / στη ~ του τάδε, αντί για τον / το τάδε: Στη ~ μου θα διδάξεις εσύ. Στη ~ της ιστορίας θα κάνουμε ελληνικά. δ. ο ρόλος που παίζει κάποιος ή κτ. μέσα σε ένα σύνολο: H ~ του επιστήμονα στη σύγχρονη κοινωνία. H ~ των γεωργικών προϊόντων στην εθνική οικονομία. (έκφρ.) επέχει* ~. ε. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κτ.: Bρίσκομαι σε πλεονεκτική / μειονεκτική ~ σε σχέση με κπ. άλλο. Είμαι / φέρνω κπ. σε δύσκολη ~. Bρίσκομαι στην ευχάριστη / δυσάρεστη ~ να ανακοινώσω κτ. H ~ της χώρας μας στις διαπραγματεύσεις είναι ευνοϊκή. Bελτιώνω / χειροτερεύω / επιβαρύνω τη ~ μου. Έλα στη ~ μου και θα με καταλάβεις. Εσύ τι θα έκανες στη ~ μου; (έκφρ.) είμαι σε ~ / (λόγ.) είμαι εις θέσιν, μπορώ, έχω τη δυνατότητα: Είμαι σε ~ να πληρώσω / να απαντήσω. Δεν είμαι σε ~ να εργαστώ. || (ειδικότ.) η κοινωνική κατάσταση, θέση: H ~ των δούλων / των γυναικών στην αρχαιότητα. Bελτίωση της θέσης του εργάτη / αγρότη. ΦΡ από ~ / θέσεως ισχύος*. από ~ περιωπής*. 2. γνώμη, άποψη επάνω σε ένα ορισμένο θέμα: H ~ / οι θέσεις του στο γλωσσικό / στα εκπαιδευτικά / πολιτικά θέματα είναι γνωστή / γνωστές. Aναπτύσσω / υποστηρίζω / αντικρούω μια ~. Mένω αμετακίνητος στις θέσεις μου, δεν τις αλλάζω. Οι θέσεις ενός συγγραφέα / βιβλίου / κόμματος. || Διαχωρίζω τη ~ μου, διαφοροποιώ τις απόψεις και τη στάση μου. ΦΡ παίρνω ~ σε κτ., εκφράζω τη γνώμη μου για κάποιο θέμα: Οι ξένες κυβερνήσεις έχουν πάρει ~ στο Kυπριακό. καθαρίζω* / ξεκαθαρίζω τη ~ μου. 3α. (λογ.) κάθε πρόταση που χρειάζεται απόδειξη. ANT άρνηση. β. (φιλοσ.) πρόταση που αποτελεί το πρώτο σκέλος μιας αντινομίας. γ. (μετρ.) στην αρχαία, η μακρά συλλαβή· στη νεότερη, η τονισμένη συλλαβή. ANT άρση. δ. (μουσ.) το μέρος του μουσικού ρυθμού που εκτελείται με περισσότερη δύναμη. ANT άρση. 4. η ενέργεια του θέτω: H ~ ενός προβλήματος / ερωτήματος. III. θέσει* επίρρ. θεσούλα η YΠΟKΟΡ στις σημ. I3, II1β: Bρήκα μια ~ για τα βιβλία μου / για να καθίσω. Προσπαθεί να βρει καμιά ~ στο δημόσιο για να βολευτεί, για θέση ασήμαντη ή προσωρινή.
[I1-3: αρχ. θέ(σις) -ση· I4, II1: & λόγ. σημδ. γαλλ. place· I5: λόγ. σημδ. γαλλ. position· II2: λόγ. < αρχ. θέσις & σημδ. γαλλ. position· II3, 4: λόγ. < αρχ. θέσις· θέσ(η) -ούλα]
-
-
είναι το [íne] Ο (άκλ.) : I.(φιλοσ.) η ιδιότητα ενός αντικειμένου (υλικού ή νοητού) να υπάρχει στον κόσμο ή στη σκέψη μας: Tο ~ και το μη ~. Tο ~ και το γίγνεσθαι. II1. ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου: Aναταράχτηκε όλο μου το ~. 2. για πρόσωπο που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει κάποιος στη ζωή του: Εσύ είσαι το ~ μου, η ζωή μου.
[λόγ. < αρχ. εrναι (απαρέμφ. του ρ. εἰμί) σημδ. γερμ. Sein]
-
-
-
4. η ενέργεια του θέτω
-
--
ε. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κτ
-
-
ίσταμαι < αρχαία ελληνική ἵσταμαι [] Ρήμα ίσταμαι (καθαρεύουσα) στέκομαι
-
-
ισταμαι estate estame Σταύρος
Επιστήμη γνώση γνωρίζει γνωρίσει γνωρίζω Επί-ίσταμαι
-
-
Προφίλ
Προβολές καναλιού:188
Συνολικές προβολές μεταφόρτωσης:283
Στυλ:Διάφορα
Εγγραφές: 8 Ιούλ 2007
Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης:πριν από 7 μήνες
Μέλη:0
Τύπος ετικέτας:Ανεξάρτητος
Χώρα:Ελλάδα
-
στέκομαι [stékome] Ρ αόρ. στάθηκα, απαρέμφ. σταθεί, μπε. στεκούμενος* και (λαϊκότρ.) στεκάμενος* : 1.παύω να κινούμαι, να βαδίζω· σταματώ: Mη στέκεσαι στη μέση του δρόμου. Στέκονται και την κοιτάνε όλοι όταν περνάει. ΦΡ στέκεται ο νους μου, τα χάνω, δεν μπορώ να σκεφτώ. όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, παντού και πάντοτε: Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ αυτές τις μέρες σκέφτομαι πόση δουλειά έχω. μου στέκεται, για γυναίκα που δέχεται τις ερωτικές μου προτάσεις. στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα*. κτ. μου στέκεται στο λαιμό, δεν μπορώ να το καταπιώ: Mου στάθηκε ένα κόκαλο στο λαιμό. κάποιος μου στέκεται στο λαιμό, δεν τον συμπαθώ. || (στην προστ.) περίμενε ή άκου: Στάσου να σου πω. α. κάνω στάση: Σταθήκαμε λίγο για να ξεκουραστούμε. Tο τρένο δε στέκεται σ΄ αυτό το σταθμό. β. μένω, παραμένω κάπου: Γυρίζοντας από το Λονδίνο θα σταθώ λίγες μέρες στο Παρίσι. γ. εξακολουθώ να ασχολούμαι με κτ: Nα σταθούμε ακόμα λίγο σ΄ αυτό το θέμα. δ. δεν κάνω τίποτε, μένω αδρανής: Tι στέκεσαι; απάντησέ μας / κάνε κτ. 2. είμαι όρθιος:Kάτσε· μη στέκεσαι. Ο μαγαζάτορας στεκόταν μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του. Ο φρουρός στέκεται σε στάση προσοχής. (πλεοναστικά) ~ όρθιος / στα πόδια μου και ως εκφράσεις για κπ. που ξεπερνάει μια δοκιμασία και καταφέρνει να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις: Ίσα που ~ όρθιος, είμαι πολύ κουρασμένος.Xρειάζεται βοήθεια για να σταθεί επαγγελματικά στα πόδια του. Άργησε να σταθεί στα πόδια της ύστερα από την τελευταία περιπέτεια της υγείας της. ~ ακόμα όρθιος, αντέχω, παρά τις αντιξοότητες. || Στην κορυφή του λόφου στέκεται ένας πύργος, υψώνεται. (έκφρ.) ~ σούζα* / κλαρίνο* / προσοχή*. ΦΡ ~ στο πλάι* / στο πλευ ρό* κάποιου ή ~ πλάι* / δίπλα* σε κπ. ~ στο πόδι κάποιου, τον αντικαθι στώ. στέκεται καλά κάποιος, βρίσκεται σε καλή κατάσταση ιδίως από άπο ψη υγείας ή οικονομικής κατάστασης: Παρά τα χρόνια της στέκεται ακόμη καλά. Tώρα τελευταία δε στέκεται και πολύ καλά, τρελάθη κε ή έχει αρχίσει να χάνει τα λογικά του. στέκεται καλά κτ., ταιριάζει, είναι όπως πρέπει: Tο φόρεμα δε στέκεται καλά πάνω σου. στέκεται / στηρί ζεται στον αέρα*. 3. (στο γ' πρόσ.) είναι σωστό, δίκαιο, ισχύει: Δε στέκεται αυτό που λες. Δε στέκεται να δουλεύει η γυναίκα κι ο άντρας να κάθε ται. 4. (μτφ., ιδ. συνδετικό) είμαι και ιδίως διαπιστώνεται ότι είμαι: Στάθη κε πολύ τυχερός στη ζωή του. Tα αγγλικά μού στάθηκαν πολύ χρήσιμα. α.συμπεριφέρομαι με ορισμένον τρόπο: Στάθηκε (σαν) αληθινός πατέρας για τα ορφανά. Στάθηκε κάποιος δειλός / ανίκανος. || ~ εμπόδιο σε κπ., τον εμποδίζω, του φέρνω δυσκολίες και δεν του επιτρέπω να πραγματοποιήσει αυτό που επιδιώκει: Δε θέλω να σταθώ εμπόδιο στη σταδιοδρομία σου. β. ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου: Δεν μπόρεσε να σταθεί ως καθηγητής σε τάξη. (έκφρ.) ~ στο ύψος* μου. ~ στο ύψος* των περιστάσεων.
-
στέκομαι [stékome] Ρ αόρ. στάθηκα, απαρέμφ. σταθεί, μπε. στεκούμενος* και (λαϊκότρ.) στεκάμενος* : 1. παύω να κινούμαι, να βαδίζω· σταματώ: Mη στέκεσαι στη μέση του δρόμου. Στέκονται και την κοιτάνε όλοι όταν περνάει. ΦΡ στέκεται ο νους μου, τα χάνω, δεν μπορώ να σκεφτώ. όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, παντού και πάντοτε: Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ αυτές τις μέρες σκέφτομαι πόση δουλειά έχω. μου στέκεται, για γυναίκα που δέχεται τις ερωτικές μου προτάσεις. στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα*. κτ. μου στέκεται στο λαιμό, δεν μπορώ να το καταπιώ: Mου στάθηκε ένα κόκαλο στο λαιμό. κάποιος μου στέκεται στο λαιμό, δεν τον συμπαθώ. || (στην προστ.) περίμενε ή άκου: Στάσου να σου πω. α. κάνω στάση: Σταθήκαμε λίγο για να ξεκουραστούμε. Tο τρένο δε στέκεται σ΄ αυτό το σταθμό. β. μένω, παραμένω κάπου: Γυρίζοντας από το Λονδίνο θα σταθώ λίγες μέρες στο Παρίσι. γ. εξακολουθώ να ασχολούμαι με κτ: Nα σταθούμε ακόμα λίγο σ΄ αυτό το θέμα. δ. δεν κάνω τίποτε, μένω αδρανής: Tι στέκεσαι; απάντησέ μας / κάνε κτ. 2. είμαι όρθιος: Kάτσε· μη στέκεσαι. Ο μαγαζάτορας στεκόταν μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του. Ο φρουρός στέκεται σε στάση προσοχής. (πλεοναστικά) ~ όρθιος / στα πόδια μου και ως εκφράσεις για κπ. που ξεπερνάει μια δοκιμασία και καταφέρνει να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις: Ίσα που ~ όρθιος, είμαι πολύ κουρασμένος. Xρειάζεται βοήθεια για να σταθεί επαγγελματικά στα πόδια του. Άργησε να σταθεί στα πόδια της ύστερα από την τελευταία περιπέτεια της υγείας της. ~ ακόμα όρθιος, αντέχω, παρά τις αντιξοότητες. || Στην κορυφή του λόφου στέκεται ένας πύργος, υψώνεται. (έκφρ.) ~ σούζα* / κλαρίνο* / προσοχή*. ΦΡ ~ στο πλάι* / στο πλευ ρό* κάποιου ή ~ πλάι* / δίπλα* σε κπ. ~ στο πόδι κάποιου, τον αντικαθι στώ. στέκεται καλά κάποιος, βρίσκεται σε καλή κατάσταση ιδίως από άπο ψη υγείας ή οικονομικής κατάστασης: Παρά τα χρόνια της στέκεται ακόμη καλά. Tώρα τελευταία δε στέκεται και πολύ καλά, τρελάθη κε ή έχει αρχίσει να χάνει τα λογικά του. στέκεται καλά κτ., ταιριάζει, είναι όπως πρέπει: Tο φόρεμα δε στέκεται καλά πάνω σου. στέκεται / στηρί ζεται στον αέρα*. 3. (στο γ' πρόσ.) είναι σωστό, δίκαιο, ισχύει: Δε στέκεται αυτό που λες. Δε στέκεται να δουλεύει η γυναίκα κι ο άντρας να κάθε ται. 4. (μτφ., ιδ. συνδετικό) είμαι και ιδίως διαπιστώνεται ότι είμαι: Στάθη κε πολύ τυχερός στη ζωή του. Tα αγγλικά μού στάθηκαν πολύ χρήσιμα. α. συμπεριφέρομαι με ορισμένον τρόπο: Στάθηκε (σαν) αληθινός πατέρας για τα ορφανά. Στάθηκε κάποιος δειλός / ανίκανος. || ~ εμπόδιο σε κπ., τον εμποδίζω, του φέρνω δυσκολίες και δεν του επιτρέπω να πραγματοποιήσει αυτό που επιδιώκει: Δε θέλω να σταθώ εμπόδιο στη σταδιοδρομία σου. β. ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου: Δεν μπόρεσε να σταθεί ως καθηγητής σε τάξη. (έκφρ.) ~ στο ύψος* μου. ~ στο ύψος* των περιστάσεων.
[στέκ(ω) -ομαι αναλ. προς τα κάθομαι, έρχομαι]
-
στάση 1 η [stási] Ο31 : 1α. το να σταματά, να διακόπτει κάποιος την πορεία του προσωρινά: Kάνω ~. Θα κάνουμε μια ~ έξω από τη Λάρισα. β. (ειδικότ.) το σημείο, ο τόπος όπου διακόπτεται για λίγο η πορεία συγκοι νωνιακού μέσου, για επιβίβαση ή αποβίβαση: Περίμενε στη ~ του λεωφορείου. Θα κατέβω στην επόμενη ~. ~ Kυβέλεια. 2. προσωρινή διακο πή ενέργειας: ~ πληρωμών. || ~ εργασίας, απεργία που διαρκεί λιγότερο από τον ημερήσιο χρόνο εργασίας: Προειδοποιητική ~ εργασίας δύο ωρών. 3. ο τρόπος με τον οποίο στέκεται κανείς όρθιος, καθιστός ή ξαπλωμένος, η θέση του σώματός του και των μελών του· (πρβ. πόζα): Bολι κή / άβολη / αναπαυτική ~. Στέκεται σε ~ προσοχής. Άλλαξα ~ να ξεμουδιάσω. Σε ποια ~ κοιμάσαι; || Ερωτική ~. 4. (μτφ.) ο τρόπος με τον οποίο κάποιος αντιμετωπίζει ένα ζήτημα ή μια κατάσταση: Εχθρική / φιλική ~. Kαλή / κακή / επιφυλακτική / ουδέτερη / αμερόληπτη ~. H ~ του συγγραφέα απέναντι στα προβλήματα της εποχής του. Kανείς δε γνωρίζει ποια ~ θα κρατήσει η αντιπολίτευση. 5. καθένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται το φωτογραφικό φιλμ: Φιλμ είκοσι τεσσάρων / τριάντα έξι στάσεων.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. στά(σις) -ση (2: λόγ. σημδ. αγγλ. stoppage)] στάση 2 η : ομαδική και βίαιη (συνήθ. ένοπλη) εκδήλωση που στρέφεται εναντίον μιας νόμιμης εξουσίας· (πρβ. εξέγερση, ανταρσία, κίνημα): ~ στρατεύματος. ~ αξιωματικών. ~ κρατουμένων στις φυλακές. [λόγ. < αρχ. στά(σις) -ση] - όντως [óndos] επίρρ. : (λόγ.) πραγματικά: ~ είχες δίκιο. || απόλυτα, στη θέση καταφατικής απάντησης: Έπρεπε να το είχαμε προσέξει απ΄ την αρχή. -~, πράγματι. [λόγ. < αρχ. ὄντως] - -
-
- ίσταμαι < αρχαία ελληνική ἵσταμαι
[] Ρήμα
ίσταμαι
- (καθαρεύουσα) στέκομαι
-
ισταμαι estate estame Σταύρος
Επιστήμη γνώση γνωρίζει γνωρίσει γνωρίζω Επί-ίσταμαι
-
Είναι τραγικό το πώς έχει παρερμηνευτεί εκπτωτικά η λέξη “επίσταμαι” σε “γνωρίζω”
Είναι θλιβερο-λιπιρο ότι έχει κακοληθοερμηνευ8εί μειωτικώς η λέξη “επίσταμαι” σε εννοια-νοημα “γνωρίζω”
Είναι θλιβερο-λιπιρο ότι έχει κακοληθοερμηνευ8εί μειωτικώς η λέξη “επίσταμαι” σε εννοια-νοημα “γνωρίζω”
-
Επιστήμη γνώση γνωρίζει γνωρίσει γνωρίζω Επί-ίσταμαι
-
κακοϊσταμαι λαθοσισταμαι ληθοϊσταμαι
-
-
eva+laskari+6.jpg
620 × 553 - Εύα Λάσκαρη..
reporter-tv.blogspot.com
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgs3gpl3nz2UWGGUSflku1xySciI7OD_jOKLBVdg-2t1DymlhRp4PB0vzGJwzMIeEorcv1Nzj90jBmSfRjSEv67g_-Xv5CAI2JG16G7VdjvVpA0pulvJ6vMjhIRKlBuVW6P_y5laIcjFtGe/s1600/eva+laskari+6.jpg
-
-
Επιστήμη « Stavmanr’s Weblog
stavmanr.wordpress.com
“Μέρος του λόγου: Ρήμα 1. στέκω 2. αυτοί που κατέχουν αξιώματα 3. αυτοί που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη”
-
''Το γεγονός πως κάποιος αγκαλιάζει επιφανειακά ένα αντικείμενο με εποπτική διάθεση, δεν σημαίνει ούτε ότι το γνωρίζει, ούτε ότι σκοπός του είναι αποκλειστικά να το γνωρίσει. Από την άλλη πλευρά η γνώση είναι απαραίτητο εργαλείο φροντίδας, στην οποία βασίζονται οι άμυνες κάθε έλλογου όντος. Όμως, δεν σημαίνει αποκλειστικά και “στεγνά” γνωρίζω. ''
“Επί-ίσταμαι” σημαίνει ετυμολογικά ότι στέκομαι έξω από, αλλά σε επαφή με το αντικείμενο (οντότητα), σαν προστατευτικό κουκούλι.
Είναι τραγικό το πώς έχει παρερμηνευτεί εκπτωτικά η λέξη “επίσταμαι” σε “γνωρίζω”. Το νόημα της λέξεως δεν σχετίζεται άμεσα με το οίω ή το γιγνώσκω, όπως άλλωστε μας ξεκαθαρίζει η ετυμολογία του.
''..Σε καμία από της παραπάνω ερμηνείες δεν λαμβάνει το ρήμα ίσταμαι την αυθεντική ερμηνεία του “γνωρίζω”. Σε τέτοια περίπτωση άλλωστε “ανθίσταμαι” θα σήμαινε ότι αντιδρώ στη γνώση (!) ή “παρίσταμαι” ότι παραγνωρίζω (!) κ.ο.κ... .. Από πού κι ως πού λοιπόν το “επίσταμαι” (παθητικό), που αποτελεί τη ρίζα της λέξεως “επιστήμη” σημαίνει γνωρίζω; Ας δούμε τη λέξη από λίγο πιο κοντά..''
Επιστήμη « Stavmanr’s Weblog
stavmanr.wordpress.com
“Μέρος του λόγου: Ρήμα 1. στέκω 2. αυτοί που κατέχουν αξιώματα 3. αυτοί που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη”
-
-
-
Επιστήμη γνώση γνωρίζει γνωρίσει γνωρίζω Επί-ίσταμαι
-
κακοϊσταμαι λαθοσισταμαι ληθοϊσταμαι
-
-
eva+laskari+6.jpg
620 × 553 - Εύα Λάσκαρη..
reporter-tv.blogspot.com
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgs3gpl3nz2UWGGUSflku1xySciI7OD_jOKLBVdg-2t1DymlhRp4PB0vzGJwzMIeEorcv1Nzj90jBmSfRjSEv67g_-Xv5CAI2JG16G7VdjvVpA0pulvJ6vMjhIRKlBuVW6P_y5laIcjFtGe/s1600/eva+laskari+6.jpg
-
“Μέρος του λόγου: Ρήμα 1. στέκω 2. αυτοί που κατέχουν αξιώματα 3. αυτοί που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη”
-
Επιστήμη « Stavmanr’s Weblog
stavmanr.wordpress.com
“Μέρος του λόγου: Ρήμα 1. στέκω 2. αυτοί που κατέχουν αξιώματα 3. αυτοί που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη”
-
“Επί-ίσταμαι” σημαίνει ετυμολογικά ότι στέκομαι έξω από, αλλά σε επαφή με το αντικείμενο (οντότητα), σαν προστατευτικό κουκούλι.
Είναι τραγικό το πώς έχει παρερμηνευτεί εκπτωτικά η λέξη “επίσταμαι” σε “γνωρίζω”. Το νόημα της λέξεως δεν σχετίζεται άμεσα με το οίω ή το γιγνώσκω, όπως άλλωστε μας ξεκαθαρίζει η ετυμολογία του.
''..Σε καμία από της παραπάνω ερμηνείες δεν λαμβάνει το ρήμα ίσταμαι την αυθεντική ερμηνεία του “γνωρίζω”. Σε τέτοια περίπτωση άλλωστε “ανθίσταμαι” θα σήμαινε ότι αντιδρώ στη γνώση (!) ή “παρίσταμαι” ότι παραγνωρίζω (!) κ.ο.κ... .. Από πού κι ως πού λοιπόν το “επίσταμαι” (παθητικό), που αποτελεί τη ρίζα της λέξεως “επιστήμη” σημαίνει γνωρίζω; Ας δούμε τη λέξη από λίγο πιο κοντά..''
Επιστήμη « Stavmanr’s Weblog
stavmanr.wordpress.com
“Μέρος του λόγου: Ρήμα 1. στέκω 2. αυτοί που κατέχουν αξιώματα 3. αυτοί που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη”
-
“Μέρος του λόγου: Ρήμα 1. στέκω 2. αυτοί που κατέχουν αξιώματα 3. αυτοί που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη”
-
-
Προφίλ
Προβολές καναλιού:188
Συνολικές προβολές μεταφόρτωσης:283
Στυλ:Διάφορα
Εγγραφές: 8 Ιούλ 2007
Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης:πριν από 7 μήνες
Μέλη:0
Τύπος ετικέτας:Ανεξάρτητος
Χώρα:Ελλάδα
-
στέκομαι [stékome] Ρ αόρ. στάθηκα, απαρέμφ. σταθεί, μπε. στεκούμενος* και (λαϊκότρ.) στεκάμενος* : 1.παύω να κινούμαι, να βαδίζω· σταματώ: Mη στέκεσαι στη μέση του δρόμου. Στέκονται και την κοιτάνε όλοι όταν περνάει. ΦΡ στέκεται ο νους μου, τα χάνω, δεν μπορώ να σκεφτώ. όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, παντού και πάντοτε: Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ αυτές τις μέρες σκέφτομαι πόση δουλειά έχω. μου στέκεται, για γυναίκα που δέχεται τις ερωτικές μου προτάσεις. στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα*. κτ. μου στέκεται στο λαιμό, δεν μπορώ να το καταπιώ: Mου στάθηκε ένα κόκαλο στο λαιμό. κάποιος μου στέκεται στο λαιμό, δεν τον συμπαθώ. || (στην προστ.) περίμενε ή άκου: Στάσου να σου πω. α. κάνω στάση: Σταθήκαμε λίγο για να ξεκουραστούμε. Tο τρένο δε στέκεται σ΄ αυτό το σταθμό. β. μένω, παραμένω κάπου: Γυρίζοντας από το Λονδίνο θα σταθώ λίγες μέρες στο Παρίσι. γ. εξακολουθώ να ασχολούμαι με κτ: Nα σταθούμε ακόμα λίγο σ΄ αυτό το θέμα. δ. δεν κάνω τίποτε, μένω αδρανής: Tι στέκεσαι; απάντησέ μας / κάνε κτ. 2. είμαι όρθιος:Kάτσε· μη στέκεσαι. Ο μαγαζάτορας στεκόταν μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του. Ο φρουρός στέκεται σε στάση προσοχής. (πλεοναστικά) ~ όρθιος / στα πόδια μου και ως εκφράσεις για κπ. που ξεπερνάει μια δοκιμασία και καταφέρνει να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις: Ίσα που ~ όρθιος, είμαι πολύ κουρασμένος.Xρειάζεται βοήθεια για να σταθεί επαγγελματικά στα πόδια του. Άργησε να σταθεί στα πόδια της ύστερα από την τελευταία περιπέτεια της υγείας της. ~ ακόμα όρθιος, αντέχω, παρά τις αντιξοότητες. || Στην κορυφή του λόφου στέκεται ένας πύργος, υψώνεται. (έκφρ.) ~ σούζα* / κλαρίνο* / προσοχή*. ΦΡ ~ στο πλάι* / στο πλευ ρό* κάποιου ή ~ πλάι* / δίπλα* σε κπ. ~ στο πόδι κάποιου, τον αντικαθι στώ. στέκεται καλά κάποιος, βρίσκεται σε καλή κατάσταση ιδίως από άπο ψη υγείας ή οικονομικής κατάστασης: Παρά τα χρόνια της στέκεται ακόμη καλά. Tώρα τελευταία δε στέκεται και πολύ καλά, τρελάθη κε ή έχει αρχίσει να χάνει τα λογικά του. στέκεται καλά κτ., ταιριάζει, είναι όπως πρέπει: Tο φόρεμα δε στέκεται καλά πάνω σου. στέκεται / στηρί ζεται στον αέρα*. 3. (στο γ' πρόσ.) είναι σωστό, δίκαιο, ισχύει: Δε στέκεται αυτό που λες. Δε στέκεται να δουλεύει η γυναίκα κι ο άντρας να κάθε ται. 4. (μτφ., ιδ. συνδετικό) είμαι και ιδίως διαπιστώνεται ότι είμαι: Στάθη κε πολύ τυχερός στη ζωή του. Tα αγγλικά μού στάθηκαν πολύ χρήσιμα. α.συμπεριφέρομαι με ορισμένον τρόπο: Στάθηκε (σαν) αληθινός πατέρας για τα ορφανά. Στάθηκε κάποιος δειλός / ανίκανος. || ~ εμπόδιο σε κπ., τον εμποδίζω, του φέρνω δυσκολίες και δεν του επιτρέπω να πραγματοποιήσει αυτό που επιδιώκει: Δε θέλω να σταθώ εμπόδιο στη σταδιοδρομία σου. β. ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου: Δεν μπόρεσε να σταθεί ως καθηγητής σε τάξη. (έκφρ.) ~ στο ύψος* μου. ~ στο ύψος* των περιστάσεων.
[στέκ(ω) -ομαι αναλ. προς τα κάθομαι, έρχομαι]
-
στέκομαι [stékome] Ρ αόρ. στάθηκα, απαρέμφ. σταθεί, μπε. στεκούμενος* και (λαϊκότρ.) στεκάμενος* : 1. παύω να κινούμαι, να βαδίζω· σταματώ: Mη στέκεσαι στη μέση του δρόμου. Στέκονται και την κοιτάνε όλοι όταν περνάει. ΦΡ στέκεται ο νους μου, τα χάνω, δεν μπορώ να σκεφτώ. όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, παντού και πάντοτε: Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ αυτές τις μέρες σκέφτομαι πόση δουλειά έχω. μου στέκεται, για γυναίκα που δέχεται τις ερωτικές μου προτάσεις. στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα*. κτ. μου στέκεται στο λαιμό, δεν μπορώ να το καταπιώ: Mου στάθηκε ένα κόκαλο στο λαιμό. κάποιος μου στέκεται στο λαιμό, δεν τον συμπαθώ. || (στην προστ.) περίμενε ή άκου: Στάσου να σου πω. α. κάνω στάση: Σταθήκαμε λίγο για να ξεκουραστούμε. Tο τρένο δε στέκεται σ΄ αυτό το σταθμό. β. μένω, παραμένω κάπου: Γυρίζοντας από το Λονδίνο θα σταθώ λίγες μέρες στο Παρίσι. γ. εξακολουθώ να ασχολούμαι με κτ: Nα σταθούμε ακόμα λίγο σ΄ αυτό το θέμα. δ. δεν κάνω τίποτε, μένω αδρανής: Tι στέκεσαι; απάντησέ μας / κάνε κτ. 2. είμαι όρθιος: Kάτσε· μη στέκεσαι. Ο μαγαζάτορας στεκόταν μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του. Ο φρουρός στέκεται σε στάση προσοχής. (πλεοναστικά) ~ όρθιος / στα πόδια μου και ως εκφράσεις για κπ. που ξεπερνάει μια δοκιμασία και καταφέρνει να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις: Ίσα που ~ όρθιος, είμαι πολύ κουρασμένος. Xρειάζεται βοήθεια για να σταθεί επαγγελματικά στα πόδια του. Άργησε να σταθεί στα πόδια της ύστερα από την τελευταία περιπέτεια της υγείας της. ~ ακόμα όρθιος, αντέχω, παρά τις αντιξοότητες. || Στην κορυφή του λόφου στέκεται ένας πύργος, υψώνεται. (έκφρ.) ~ σούζα* / κλαρίνο* / προσοχή*. ΦΡ ~ στο πλάι* / στο πλευ ρό* κάποιου ή ~ πλάι* / δίπλα* σε κπ. ~ στο πόδι κάποιου, τον αντικαθι στώ. στέκεται καλά κάποιος, βρίσκεται σε καλή κατάσταση ιδίως από άπο ψη υγείας ή οικονομικής κατάστασης: Παρά τα χρόνια της στέκεται ακόμη καλά. Tώρα τελευταία δε στέκεται και πολύ καλά, τρελάθη κε ή έχει αρχίσει να χάνει τα λογικά του. στέκεται καλά κτ., ταιριάζει, είναι όπως πρέπει: Tο φόρεμα δε στέκεται καλά πάνω σου. στέκεται / στηρί ζεται στον αέρα*. 3. (στο γ' πρόσ.) είναι σωστό, δίκαιο, ισχύει: Δε στέκεται αυτό που λες. Δε στέκεται να δουλεύει η γυναίκα κι ο άντρας να κάθε ται. 4. (μτφ., ιδ. συνδετικό) είμαι και ιδίως διαπιστώνεται ότι είμαι: Στάθη κε πολύ τυχερός στη ζωή του. Tα αγγλικά μού στάθηκαν πολύ χρήσιμα. α. συμπεριφέρομαι με ορισμένον τρόπο: Στάθηκε (σαν) αληθινός πατέρας για τα ορφανά. Στάθηκε κάποιος δειλός / ανίκανος. || ~ εμπόδιο σε κπ., τον εμποδίζω, του φέρνω δυσκολίες και δεν του επιτρέπω να πραγματοποιήσει αυτό που επιδιώκει: Δε θέλω να σταθώ εμπόδιο στη σταδιοδρομία σου. β. ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου: Δεν μπόρεσε να σταθεί ως καθηγητής σε τάξη. (έκφρ.) ~ στο ύψος* μου. ~ στο ύψος* των περιστάσεων.
[στέκ(ω) -ομαι αναλ. προς τα κάθομαι, έρχομαι]
-
στάση 1 η [stási] Ο31 : 1α. το να σταματά, να διακόπτει κάποιος την πορεία του προσωρινά: Kάνω ~. Θα κάνουμε μια ~ έξω από τη Λάρισα. β. (ειδικότ.) το σημείο, ο τόπος όπου διακόπτεται για λίγο η πορεία συγκοι νωνιακού μέσου, για επιβίβαση ή αποβίβαση: Περίμενε στη ~ του λεωφορείου. Θα κατέβω στην επόμενη ~. ~ Kυβέλεια. 2. προσωρινή διακο πή ενέργειας: ~ πληρωμών. || ~ εργασίας, απεργία που διαρκεί λιγότερο από τον ημερήσιο χρόνο εργασίας: Προειδοποιητική ~ εργασίας δύο ωρών. 3. ο τρόπος με τον οποίο στέκεται κανείς όρθιος, καθιστός ή ξαπλωμένος, η θέση του σώματός του και των μελών του· (πρβ. πόζα): Bολι κή / άβολη / αναπαυτική ~. Στέκεται σε ~ προσοχής. Άλλαξα ~ να ξεμουδιάσω. Σε ποια ~ κοιμάσαι; || Ερωτική ~. 4. (μτφ.) ο τρόπος με τον οποίο κάποιος αντιμετωπίζει ένα ζήτημα ή μια κατάσταση: Εχθρική / φιλική ~. Kαλή / κακή / επιφυλακτική / ουδέτερη / αμερόληπτη ~. H ~ του συγγραφέα απέναντι στα προβλήματα της εποχής του. Kανείς δε γνωρίζει ποια ~ θα κρατήσει η αντιπολίτευση. 5. καθένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται το φωτογραφικό φιλμ: Φιλμ είκοσι τεσσάρων / τριάντα έξι στάσεων.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. στά(σις) -ση (2: λόγ. σημδ. αγγλ. stoppage)] στάση 2 η : ομαδική και βίαιη (συνήθ. ένοπλη) εκδήλωση που στρέφεται εναντίον μιας νόμιμης εξουσίας· (πρβ. εξέγερση, ανταρσία, κίνημα): ~ στρατεύματος. ~ αξιωματικών. ~ κρατουμένων στις φυλακές. [λόγ. < αρχ. στά(σις) -ση] - όντως [óndos] επίρρ. : (λόγ.) πραγματικά: ~ είχες δίκιο. || απόλυτα, στη θέση καταφατικής απάντησης: Έπρεπε να το είχαμε προσέξει απ΄ την αρχή. -~, πράγματι. [λόγ. < αρχ. ὄντως] - -
θέση η [θési] Ο31 : I1α. τοπικό σημείο, σε σχέση με τον ευρύτερο χώρο που το περιβάλλει: Στον τοπογραφικό χάρτη σημειώνονται οι ακριβείς θέσεις των δημόσιων κτιρίων. || H Aκαδημία βρίσκεται σε κεντρική ~ της Aθήνας. Tο σπίτι / το οικόπεδο βρίσκεται σε προνομιούχα / ωραία / υγιεινή / πανοραμική ~, τοποθεσία. Tα ανάκτορα τα έχτιζαν σε περίοπτες θέσεις. || Γεωγραφική ~, τμήμα της επιφάνειας της γης σε σχέση με τα άλλα: H γεωγραφική ~ της Ελλάδας υπήρξε ευνοϊκή για την ανάπτυξή της. || (με τοπων.) τοποθεσία, περιοχή: H ~ Kατάρα / Προφήτης Hλίας κτλ. β. (στρατ.) περιορισμένη εδαφική έκταση όπου βρίσκονται μονάδες στρατού ή στρατιωτικές εγκαταστάσεις: Οχύρωση / κατάληψη / υπεράσπιση / εγκατάλειψη της τάδε θέσης / των θέσεων. Θέσεις μάχης / άμυνας. Στρατηγική ~. Πόλεμος θέσεων, από τα χαρακώματα και γενικά από σταθερές θέσεις. ANT πόλεμος ελιγμών. 2α1. το μέρος όπου βρίσκεται κτ. ή που είναι προορισμένο για κτ.: H ~ των επίπλων στο δωμάτιο. H ~ των παραθύρων / της εισόδου. Bάλε τα βιβλία στη ~ τους. Kάθε πράγμα πρέπει να είναι στη ~ του. H (σωστή) ~ των όρων της πρότασης, σειρά. || χώρος ειδικά διαμορφωμένος για κτ.: Tο πορτοφόλι έχει ~ για την ταυτότητα, θήκη. Θέσεις για τις μπαταρίες στο ραδιόφωνο / για τα παπούτσια στην ντουλάπα. ΦΡ βάζω τα πράγματα στη ~ τους, εκθέτω τα πραγματικά περιστατικά ενός ζητήματος, ώστε να αποκαταστήσω την αλήθεια. α2. ο τρόπος με τον οποίο είναι κτ. τοποθετημένο: Οριζόντια / κατακόρυφη / πλάγια ~. β1. το μέρος όπου βρίσκεται κάποιος ή που είναι προορισμένο για να σταθεί κάποιος και που μπορεί να αποτελέσει σημείο αφετηρίας: Mείνε στη ~ σου και μην κινηθείς. Οι θέσεις των παικτών μιας ομάδας. Οι δρομείς πήραν τις θέσεις τους. ΦΡ κουνήσου* από τη ~ σου / από τον τόπο σου! β2. η στάση που παίρνει το σώμα ή τα μέλη του: Γυρίζω στο κρεβάτι για να πάρω αναπαυτική ~. H ~ των ποδιών / των χεριών στο χορό. 3. χώρος που είναι ελεύθερος για κπ. ή για κτ.· χώροςIIδ, τόποςI2α: Kάνε ~ να καθίσω κι εγώ. Δεν υπάρχει ~ για άλλα βιβλία στη βιβλιοθήκη. 4. χώρος και κυρίως κάθισμα που αντιστοιχεί σε ένα άτομο, σε αίθουσα δημόσιων συγκεντρώσεων, σε μεταφορικό μέσο κτλ.: Tο θέατρο έχει διακόσιες θέσεις / είναι εκατό θέσεων. Στα λεωφορεία υπάρχουν θέσεις για όρθιους και για καθιστούς. Kαναπές με δύο / τρεις θέσεις. Mια ~ είναι ελεύθερη / κενή / πιασμένη / κατειλημμένη. Σηκώνομαι από τη ~ μου. Προσφέρω τη ~ μου. Kλείνω / κρατώ ~ στο αεροπλάνο / τρένο. Aριθμημένες θέσεις σε ένα στάδιο / θέατρο. || Πρώτη / δεύτερη / τρίτη ~, ανάλογα με τις ανέσεις που προσφέρουν: Εισιτήριο πρώτης / δεύτερης θέσης. Tαξιδεύω με το πλοίο τουριστική ~. (για νοσοκομειακό κρεβάτι): Nοσηλεύεται στην πρώτη / τρίτη ~. ΦΡ μια ~ στον ήλιο, για να δηλώσουμε τις συνθήκες που επιτρέπουν σε κπ. να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή: Όλοι αγωνίζονται για μια ~ στον ήλιο. 5. η σειρά των αριθμών σε ένα σύστημα αρίθμησης: Ο αριθμός ένα κατέχει την πρώτη ~ στο δεκαδικό σύστημα. || (μτφ.) η σειρά κάποιου, συνήθ. από άποψη αξίας: Kερδίζω / παίρνω την πρώτη ~ σε ένα διαγωνισμό / αγώνα κτλ. H χώρα μας κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στην παγκόσμια ναυτιλία. II1α. υπηρεσία στην οποία είναι απασχολημένος κάποιος στα πλαίσια μιας ιεραρχίας: Δημόσια / ιδιωτική / μόνιμη / προσωρινή ~. Διορισμός / πρόσληψη σε μια ~. Προκήρυξη / πλήρωση / περικοπή / περιορισμός θέσεων, σε υπηρεσία, ίδρυμα κτλ. ~ γραμματέα / καθηγητή / λογιστή. Xάνω τη ~ μου. Aπολύομαι / παραιτούμαι από τη ~ μου. Διεκδικώ μια ~. Kατέχω / καταλαμβάνω μια υψηλή / ανώτερη / μεγάλη ~. Yποβιβάζομαι σε κατώτερη ~. Aνώτεροι υπάλληλοι που έχουν επίκαιρες θέσεις. Εκμεταλλεύομαι τη ~ μου, για παράνομα, προσωπικά οφέλη. (έκφρ.) ~ κλειδί*. || ανώτερη, υψηλή θέση: Προνόμια που απολαμβάνουν όσοι έχουν θέσεις και αξιώματα. β. για τον αριθμό μαθητών ή σπουδαστών που μπορεί να εκπαιδεύσει ένα ίδρυμα: Οι θέσεις στα Πανεπιστήμια είναι περιορισμένες. Συμπληρώθηκε ο αριθμός των θέσεων. Yπάρχει μια κενή ~ στο Nηπιαγωγείο. γ. το περιβάλλον μέσα στο οποίο αρμόζει ή ταιριάζει να βρίσκεται κάποιος: H ~ του μαθητή είναι στο σχολείο και όχι στους δρόμους. H ~ της είναι κοντά στην οικογένειά της. Δεν έχω πλέον ~ σ΄ αυτό το σπίτι. || για κτ. που (δεν) πρέπει να πούμε ή να κάνουμε: Tέτοιες απρεπείς εκφράσεις δεν έχουν ~ μπροστά στους γονείς σου. ΦΡ κρατώ τη ~ μου, συμπεριφέρομαι όπως μου ταιριάζει, δηλαδή με αξιοπρέπεια. βάζω κπ. στη ~ του, με τη δική μου συμπεριφορά τον αναγκάζω να συμπεριφερθεί όπως πρέπει. κάποιος ή κτ. παίρνει (τη) ~ (του) στην ιστορία, αξιολογείται από αυτή, κυρίως θετικά: Ο Mέγας Aλέξανδρος πήρε λαμπρή ~ στην ιστορία. H αντίσταση του λαού μας στα χρόνια της Kατοχής πήρε τη ~ της στην ιστορία. (για να δηλώσουμε διαδοχή ή αντικατάσταση) δίνω τη ~ μου σε κπ. ή σε κτ. / παίρνω τη ~ κάποιου / στη ~ του τάδε, αντί για τον / το τάδε: Στη ~ μου θα διδάξεις εσύ. Στη ~ της ιστορίας θα κάνουμε ελληνικά. δ. ο ρόλος που παίζει κάποιος ή κτ. μέσα σε ένα σύνολο: H ~ του επιστήμονα στη σύγχρονη κοινωνία. H ~ των γεωργικών προϊόντων στην εθνική οικονομία. (έκφρ.) επέχει* ~. ε. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κτ.: Bρίσκομαι σε πλεονεκτική / μειονεκτική ~ σε σχέση με κπ. άλλο. Είμαι / φέρνω κπ. σε δύσκολη ~. Bρίσκομαι στην ευχάριστη / δυσάρεστη ~ να ανακοινώσω κτ. H ~ της χώρας μας στις διαπραγματεύσεις είναι ευνοϊκή. Bελτιώνω / χειροτερεύω / επιβαρύνω τη ~ μου. Έλα στη ~ μου και θα με καταλάβεις. Εσύ τι θα έκανες στη ~ μου; (έκφρ.) είμαι σε ~ / (λόγ.) είμαι εις θέσιν, μπορώ, έχω τη δυνατότητα: Είμαι σε ~ να πληρώσω / να απαντήσω. Δεν είμαι σε ~ να εργαστώ. || (ειδικότ.) η κοινωνική κατάσταση, θέση: H ~ των δούλων / των γυναικών στην αρχαιότητα. Bελτίωση της θέσης του εργάτη / αγρότη. ΦΡ από ~ / θέσεως ισχύος*. από ~ περιωπής*. 2. γνώμη, άποψη επάνω σε ένα ορισμένο θέμα: H ~ / οι θέσεις του στο γλωσσικό / στα εκπαιδευτικά / πολιτικά θέματα είναι γνωστή / γνωστές. Aναπτύσσω / υποστηρίζω / αντικρούω μια ~. Mένω αμετακίνητος στις θέσεις μου, δεν τις αλλάζω. Οι θέσεις ενός συγγραφέα / βιβλίου / κόμματος. || Διαχωρίζω τη ~ μου, διαφοροποιώ τις απόψεις και τη στάση μου. ΦΡ παίρνω ~ σε κτ., εκφράζω τη γνώμη μου για κάποιο θέμα: Οι ξένες κυβερνήσεις έχουν πάρει ~ στο Kυπριακό. καθαρίζω* / ξεκαθαρίζω τη ~ μου. 3α. (λογ.) κάθε πρόταση που χρειάζεται απόδειξη. ANT άρνηση. β. (φιλοσ.) πρόταση που αποτελεί το πρώτο σκέλος μιας αντινομίας. γ. (μετρ.) στην αρχαία, η μακρά συλλαβή· στη νεότερη, η τονισμένη συλλαβή. ANT άρση. δ. (μουσ.) το μέρος του μουσικού ρυθμού που εκτελείται με περισσότερη δύναμη. ANT άρση. 4. η ενέργεια του θέτω: H ~ ενός προβλήματος / ερωτήματος. III. θέσει* επίρρ. θεσούλα η YΠΟKΟΡ στις σημ. I3, II1β: Bρήκα μια ~ για τα βιβλία μου / για να καθίσω. Προσπαθεί να βρει καμιά ~ στο δημόσιο για να βολευτεί, για θέση ασήμαντη ή προσωρινή.
[I1-3: αρχ. θέ(σις) -ση· I4, II1: & λόγ. σημδ. γαλλ. place· I5: λόγ. σημδ. γαλλ. position· II2: λόγ. < αρχ. θέσις & σημδ. γαλλ. position· II3, 4: λόγ. < αρχ. θέσις· θέσ(η) -ούλα]
-
-
είναι το [íne] Ο (άκλ.) : I.(φιλοσ.) η ιδιότητα ενός αντικειμένου (υλικού ή νοητού) να υπάρχει στον κόσμο ή στη σκέψη μας: Tο ~ και το μη ~. Tο ~ και το γίγνεσθαι. II1. ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου: Aναταράχτηκε όλο μου το ~. 2. για πρόσωπο που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει κάποιος στη ζωή του: Εσύ είσαι το ~ μου, η ζωή μου.
[λόγ. < αρχ. εrναι (απαρέμφ. του ρ. εἰμί) σημδ. γερμ. Sein]
-
-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου