postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology

clinical philosophy κλινική φιλοσοφία Filosofia clínica , scholar google "θεωρητικη ψυχολογια" "φιλοσοφικη ψυχολογια", scholar google "Theoretical philosophical psychology", postpsychology, metapsychology, ΜΕΤΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Μεταψυχολογία, POST Theoretical philosophical psychology, θεωρητικη φιλοσοφικη ψυχολογια, Theoretical philosophical psychology, φιλοσοφικη ψυχολογια, philosophical psychology, θεωρητικη ψυχολογια, Theoretical psychology, META Theoretical philosophical psychology, postΜΕΤΑpsychology, postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology, νοοόντι

scholar google

scholar google
  1. Μηχανή αναζήτησης ελληνικών ψηφιακών βιβλιοθηκών http://openarchives.gr/
  2. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (EAΔΔ) http://phdtheses.ekt.gr/eadd/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

love dance

From Φ

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

στεκάμενος Επιστήμη γνώση γνωρίζει γνωρίσει γνωρίζω Επί-ίσταμαι

είναι θεση φαση σταση θηκη θεμα [ιεχρά] οντι ολο παν

-
4. η ενέργεια του θέτω
-
ε. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κτ
-
ίσταμαι < αρχαία ελληνική ἵσταμαι [] Ρήμα ίσταμαι (καθαρεύουσα) στέκομαι
-

ίσταμαι < αρχαία ελληνική ἵσταμαι

[]Open book 01.svg Ρήμα

ίσταμαι

-
ισταμαι estate estame Σταύρος

Επιστήμη γνώση γνωρίζει γνωρίσει γνωρίζω Επί-ίσταμαι
-
Είναι τραγικό το πώς έχει παρερμηνευτεί εκπτωτικά η λέξη “επίσταμαι” σε “γνωρίζω”
Είναι θλιβερο-λιπιρο ότι έχει κακοληθοερμηνευ8εί μειωτικώς η λέξη “επίσταμαι” σε εννοια-νοημα “γνωρίζω”
-
Επιστήμη γνώση γνωρίζει γνωρίσει γνωρίζω Επί-ίσταμαι
-
κακοϊσταμαι λαθοσισταμαι ληθοϊσταμαι
-


-
eva+laskari+6.jpg
620 × 553 - Εύα Λάσκαρη..
reporter-tv.blogspot.com


https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgs3gpl3nz2UWGGUSflku1xySciI7OD_jOKLBVdg-2t1DymlhRp4PB0vzGJwzMIeEorcv1Nzj90jBmSfRjSEv67g_-Xv5CAI2JG16G7VdjvVpA0pulvJ6vMjhIRKlBuVW6P_y5laIcjFtGe/s1600/eva+laskari+6.jpg
-

stavmanr.wordpress.com
“Μέρος του λόγου: Ρήμα 1. στέκω 2. αυτοί που κατέχουν αξιώματα 3. αυτοί που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη”

-
Επιστήμη « Stavmanr’s Weblog
stavmanr.wordpress.com
“Μέρος του λόγου: Ρήμα 1. στέκω 2. αυτοί που κατέχουν αξιώματα 3. αυτοί που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη”
-

‎''Το γεγονός πως κάποιος αγκαλιάζει επιφανειακά ένα αντικείμενο με εποπτική διάθεση, δεν σημαίνει ούτε ότι το γνωρίζει, ούτε ότι σκοπός του είναι αποκλειστικά να το γνωρίσει. Από την άλλη πλευρά η γνώση είναι απαραίτητο εργαλείο φροντίδας, στην οποία βασίζονται οι άμυνες κάθε έλλογου όντος. Όμως, δεν σημαίνει αποκλειστικά και “στεγνά” γνωρίζω. ''

“Επί-ίσταμαι” σημαίνει ετυμολογικά ότι στέκομαι έξω από, αλλά σε επαφή με το αντικείμενο (οντότητα), σαν προστατευτικό κουκούλι.

Είναι τραγικό το πώς έχει παρερμηνευτεί εκπτωτικά η λέξη “επίσταμαι” σε “γνωρίζω”. Το νόημα της λέξεως δεν σχετίζεται άμεσα με το οίω ή το γιγνώσκω, όπως άλλωστε μας ξεκαθαρίζει η ετυμολογία του.

‎''..Σε καμία από της παραπάνω ερμηνείες δεν λαμβάνει το ρήμα ίσταμαι την αυθεντική ερμηνεία του “γνωρίζω”. Σε τέτοια περίπτωση άλλωστε “ανθίσταμαι” θα σήμαινε ότι αντιδρώ στη γνώση (!) ή “παρίσταμαι” ότι παραγνωρίζω (!) κ.ο.κ... .. Από πού κι ως πού λοιπόν το “επίσταμαι” (παθητικό), που αποτελεί τη ρίζα της λέξεως “επιστήμη” σημαίνει γνωρίζω; Ας δούμε τη λέξη από λίγο πιο κοντά..''

Επιστήμη « Stavmanr’s Weblog
stavmanr.wordpress.com
“Μέρος του λόγου: Ρήμα 1. στέκω 2. αυτοί που κατέχουν αξιώματα 3. αυτοί που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη”

-

‎''..Σε καμία από της παραπάνω ερμηνείες δεν λαμβάνει το ρήμα ίσταμαι την αυθεντική ερμηνεία του “γνωρίζω”. Σε τέτοια περίπτωση άλλωστε “ανθίσταμαι” θα σήμαινε ότι αντιδρώ στη γνώση (!) ή “παρίσταμαι” ότι παραγνωρίζω (!) κ.ο.κ... .. Από πού κι ως πού λοιπόν το “επίσταμαι” (παθητικό), που αποτελεί τη ρίζα της λέξεως “επιστήμη” σημαίνει γνωρίζω; Ας δούμε τη λέξη από λίγο πιο κοντά..''
stavmanr.wordpress.com
“Μέρος του λόγου: Ρήμα 1. στέκω 2. αυτοί που κατέχουν αξιώματα 3. αυτοί που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη”

3 ώρες πριν ·  ·  · 

-

‎''Το γεγονός πως κάποιος αγκαλιάζει επιφανειακά ένα αντικείμενο με εποπτική διάθεση, δεν σημαίνει ούτε ότι το γνωρίζει, ούτε ότι σκοπός του είναι αποκλειστικά να το γνωρίσει. Από την άλλη πλευρά η γνώση είναι απαραίτητο εργαλείο φροντίδας, στην οποία βασίζονται οι άμυνες κάθε έλλογου όντος. Όμως, δεν σημαίνει αποκλειστικά και “στεγνά” γνωρίζω. ''
3 ώρες πριν ·  · 

    • Ioanna Karnava “Επί-ίσταμαι” σημαίνει ετυμολογικά ότι στέκομαι έξω από, αλλά σε επαφή με το αντικείμενο (οντότητα), σαν προστατευτικό κουκούλι.
      3 ώρες πριν · 

    • Ioanna Karnava Είναι τραγικό το πώς έχει παρερμηνευτεί εκπτωτικά η λέξη “επίσταμαι” σε “γνωρίζω”. Το νόημα της λέξεως δεν σχετίζεται άμεσα με το οίω ή το γιγνώσκω, όπως άλλωστε μας ξεκαθαρίζει η ετυμολογία του.
      3 ώρες πριν · 

-
-
Προφίλ
Προβολές καναλιού:188
Συνολικές προβολές μεταφόρτωσης:283
Στυλ:Διάφορα
Εγγραφές: 8 Ιούλ 2007
Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης:πριν από 7 μήνες
Μέλη:0
Τύπος ετικέτας:Ανεξάρτητος
Χώρα:Ελλάδα
-
στέκομαι [stékome] Ρ αόρ. στάθηκα, απαρέμφ. σταθεί, μπε. στεκούμενος* και (λαϊκότρ.) στεκάμενος* : 1.παύω να κινούμαι, να βαδίζω· σταματώ: Mη στέκεσαι στη μέση του δρόμου. Στέκονται και την κοιτάνε όλοι όταν περνάει. ΦΡ στέκεται ο νους μου, τα χάνω, δεν μπορώ να σκεφτώ. όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, παντού και πάντοτε: Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ αυτές τις μέρες σκέφτομαι πόση δουλειά έχω. μου στέκεται, για γυναίκα που δέχεται τις ερωτικές μου προτάσεις. στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα*. κτ. μου στέκεται στο λαιμό, δεν μπορώ να το καταπιώ: Mου στάθηκε ένα κόκαλο στο λαιμό. κάποιος μου στέκεται στο λαιμό, δεν τον συμπαθώ. || (στην προστ.) περίμενε ή άκου: Στάσου να σου πω. α. κάνω στάση: Σταθήκαμε λίγο για να ξεκουραστούμε. Tο τρένο δε στέκεται σ΄ αυτό το σταθμό. β. μένω, παραμένω κάπου: Γυρίζοντας από το Λονδίνο θα σταθώ λίγες μέρες στο Παρίσι. γ. εξακολουθώ να ασχολούμαι με κτ: Nα σταθούμε ακόμα λίγο σ΄ αυτό το θέμα. δ. δεν κάνω τίποτε, μένω αδρανής: Tι στέκεσαι; απάντησέ μας / κάνε κτ. 2. είμαι όρθιος:Kάτσε· μη στέκεσαι. Ο μαγαζάτορας στεκόταν μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του. Ο φρουρός στέκεται σε στάση προσοχής. (πλεοναστικά) ~ όρθιος / στα πόδια μου και ως εκφράσεις για κπ. που ξεπερνάει μια δοκιμασία και καταφέρνει να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις: Ίσα που ~ όρθιος, είμαι πολύ κουρασμένος.Xρειάζεται βοήθεια για να σταθεί επαγγελματικά στα πόδια του. Άργησε να σταθεί στα πόδια της ύστερα από την τελευταία περιπέτεια της υγείας της. ~ ακόμα όρθιος, αντέχω, παρά τις αντιξοότητες. || Στην κορυφή του λόφου στέκεται ένας πύργος, υψώνεται. (έκφρ.) ~ σούζα/ κλαρίνο/ προσοχή*. ΦΡ ~ στο πλάι* / στο πλευ ρό* κάποιου ή ~ πλάι* / δίπλα* σε κπ. ~ στο πόδι κάποιου, τον αντικαθι στώ. στέκεται καλά κάποιος, βρίσκεται σε καλή κατάσταση ιδίως από άπο ψη υγείας ή οικονομικής κατάστασης: Παρά τα χρόνια της στέκεται ακόμη καλά. Tώρα τελευταία δε στέκεται και πολύ καλά, τρελάθη κε ή έχει αρχίσει να χάνει τα λογικά του. στέκεται καλά κτ., ταιριάζει, είναι όπως πρέπει: Tο φόρεμα δε στέκεται καλά πάνω σου. στέκεται / στηρί ζεται στον αέρα*. 3. (στο γ' πρόσ.) είναι σωστό, δίκαιο, ισχύει: Δε στέκεται αυτό που λες. Δε στέκεται να δουλεύει η γυναίκα κι ο άντρας να κάθε ται. 4. (μτφ., ιδ. συνδετικό) είμαι και ιδίως διαπιστώνεται ότι είμαι: Στάθη κε πολύ τυχερός στη ζωή του. Tα αγγλικά μού στάθηκαν πολύ χρήσιμα. α.συμπεριφέρομαι με ορισμένον τρόπο: Στάθηκε (σαν) αληθινός πατέρας για τα ορφανά. Στάθηκε κάποιος δειλός / ανίκανος. || ~ εμπόδιο σε κπ., τον εμποδίζω, του φέρνω δυσκολίες και δεν του επιτρέπω να πραγματοποιήσει αυτό που επιδιώκει: Δε θέλω να σταθώ εμπόδιο στη σταδιοδρομία σου. β. ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου: Δεν μπόρεσε να σταθεί ως καθηγητής σε τάξη. (έκφρ.) ~ στο ύψος* μου. ~ στο ύψος* των περιστάσεων.
[στέκ(ω) -ομαι αναλ. προς τα κάθομαι, έρχομαι]

-
στέκομαι [stékome] Ρ αόρ. στάθηκα, απαρέμφ. σταθεί, μπε. στεκούμενος* και (λαϊκότρ.) στεκάμενος* : 1. παύω να κινούμαι, να βαδίζω· σταματώ: Mη στέκεσαι στη μέση του δρόμου. Στέκονται και την κοιτάνε όλοι όταν περνάει. ΦΡ στέκεται ο νους μου, τα χάνω, δεν μπορώ να σκεφτώ. όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, παντού και πάντοτε: Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ αυτές τις μέρες σκέφτομαι πόση δουλειά έχω. μου στέκεται, για γυναίκα που δέχεται τις ερωτικές μου προτάσεις. στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα*. κτ. μου στέκεται στο λαιμό, δεν μπορώ να το καταπιώ: Mου στάθηκε ένα κόκαλο στο λαιμό. κάποιος μου στέκεται στο λαιμό, δεν τον συμπαθώ. || (στην προστ.) περίμενε ή άκου: Στάσου να σου πω. α. κάνω στάση: Σταθήκαμε λίγο για να ξεκουραστούμε. Tο τρένο δε στέκεται σ΄ αυτό το σταθμό. β. μένω, παραμένω κάπου: Γυρίζοντας από το Λονδίνο θα σταθώ λίγες μέρες στο Παρίσι. γ. εξακολουθώ να ασχολούμαι με κτ: Nα σταθούμε ακόμα λίγο σ΄ αυτό το θέμα. δ. δεν κάνω τίποτε, μένω αδρανής: Tι στέκεσαι; απάντησέ μας / κάνε κτ. 2. είμαι όρθιος: Kάτσε· μη στέκεσαι. Ο μαγαζάτορας στεκόταν μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του. Ο φρουρός στέκεται σε στάση προσοχής. (πλεοναστικά) ~ όρθιος / στα πόδια μου και ως εκφράσεις για κπ. που ξεπερνάει μια δοκιμασία και καταφέρνει να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις: Ίσα που ~ όρθιος, είμαι πολύ κουρασμένος. Xρειάζεται βοήθεια για να σταθεί επαγγελματικά στα πόδια του. Άργησε να σταθεί στα πόδια της ύστερα από την τελευταία περιπέτεια της υγείας της. ~ ακόμα όρθιος, αντέχω, παρά τις αντιξοότητες. || Στην κορυφή του λόφου στέκεται ένας πύργος, υψώνεται. (έκφρ.) ~ σούζα* / κλαρίνο* / προσοχή*. ΦΡ ~ στο πλάι* / στο πλευ ρό* κάποιου ή ~ πλάι* / δίπλα* σε κπ. ~ στο πόδι κάποιου, τον αντικαθι στώ. στέκεται καλά κάποιος, βρίσκεται σε καλή κατάσταση ιδίως από άπο ψη υγείας ή οικονομικής κατάστασης: Παρά τα χρόνια της στέκεται ακόμη καλά. Tώρα τελευταία δε στέκεται και πολύ καλά, τρελάθη κε ή έχει αρχίσει να χάνει τα λογικά του. στέκεται καλά κτ., ταιριάζει, είναι όπως πρέπει: Tο φόρεμα δε στέκεται καλά πάνω σου. στέκεται / στηρί ζεται στον αέρα*. 3. (στο γ' πρόσ.) είναι σωστό, δίκαιο, ισχύει: Δε στέκεται αυτό που λες. Δε στέκεται να δουλεύει η γυναίκα κι ο άντρας να κάθε ται. 4. (μτφ., ιδ. συνδετικό) είμαι και ιδίως διαπιστώνεται ότι είμαι: Στάθη κε πολύ τυχερός στη ζωή του. Tα αγγλικά μού στάθηκαν πολύ χρήσιμα. α. συμπεριφέρομαι με ορισμένον τρόπο: Στάθηκε (σαν) αληθινός πατέρας για τα ορφανά. Στάθηκε κάποιος δειλός / ανίκανος. || ~ εμπόδιο σε κπ., τον εμποδίζω, του φέρνω δυσκολίες και δεν του επιτρέπω να πραγματοποιήσει αυτό που επιδιώκει: Δε θέλω να σταθώ εμπόδιο στη σταδιοδρομία σου. β. ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου: Δεν μπόρεσε να σταθεί ως καθηγητής σε τάξη. (έκφρ.) ~ στο ύψος* μου. ~ στο ύψος* των περιστάσεων.
[στέκ(ω) -ομαι αναλ. προς τα κάθομαι, έρχομαι]
-
στάση 1 η [stási] Ο31 : 1α. το να σταματά, να διακόπτει κάποιος την πορεία του προσωρινά: Kάνω ~. Θα κάνουμε μια ~ έξω από τη Λάρισα. β. (ειδικότ.) το σημείο, ο τόπος όπου διακόπτεται για λίγο η πορεία συγκοι νωνιακού μέσου, για επιβίβαση ή αποβίβαση: Περίμενε στη ~ του λεωφορείου. Θα κατέβω στην επόμενη ~. ~ Kυβέλεια. 2. προσωρινή διακο πή ενέργειας: ~ πληρωμών. || ~ εργασίας, απεργία που διαρκεί λιγότερο από τον ημερήσιο χρόνο εργασίας: Προειδοποιητική ~ εργασίας δύο ωρών. 3. ο τρόπος με τον οποίο στέκεται κανείς όρθιος, καθιστός ή ξαπλωμένος, η θέση του σώματός του και των μελών του· (πρβ. πόζα): Bολι κή / άβολη / αναπαυτική ~. Στέκεται σε ~ προσοχής. Άλλαξα ~ να ξεμουδιάσω. Σε ποια ~ κοιμάσαι; || Ερωτική ~. 4. (μτφ.) ο τρόπος με τον οποίο κάποιος αντιμετωπίζει ένα ζήτημα ή μια κατάσταση: Εχθρική / φιλική ~. Kαλή / κακή / επιφυλακτική / ουδέτερη / αμερόληπτη ~. H ~ του συγγραφέα απέναντι στα προβλήματα της εποχής του. Kανείς δε γνωρίζει ποια ~ θα κρατήσει η αντιπολίτευση. 5. καθένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται το φωτογραφικό φιλμ: Φιλμ είκοσι τεσσάρων / τριάντα έξι στάσεων.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. στά(σις) -ση (2: λόγ. σημδ. αγγλ. stoppage)] στάση 2 η : ομαδική και βίαιη (συνήθ. ένοπλη) εκδήλωση που στρέφεται εναντίον μιας νόμιμης εξουσίας· (πρβ. εξέγερση, ανταρσία, κίνημα): ~ στρατεύματος. ~ αξιωματικών. ~ κρατουμένων στις φυλακές. [λόγ. < αρχ. στά(σις) -ση] - όντως [óndos] επίρρ. : (λόγ.) πραγματικά: ~ είχες δίκιο. || απόλυτα, στη θέση καταφατικής απάντησης: Έπρεπε να το είχαμε προσέξει απ΄ την αρχή. -~, πράγματι. [λόγ. < αρχ. ὄντως] - -

-
θέση η [θési] Ο31 : I1α. τοπικό σημείο, σε σχέση με τον ευρύτερο χώρο που το περιβάλλει: Στον τοπογραφικό χάρτη σημειώνονται οι ακριβείς θέσεις των δημόσιων κτιρίων. || H Aκαδημία βρίσκεται σε κεντρική ~ της Aθήνας. Tο σπίτι / το οικόπεδο βρίσκεται σε προνομιούχα / ωραία / υγιεινή / πανοραμική ~, τοποθεσία. Tα ανάκτορα τα έχτιζαν σε περίοπτες θέσεις. || Γεωγραφική ~, τμήμα της επιφάνειας της γης σε σχέση με τα άλλα: H γεωγραφική ~ της Ελλάδας υπήρξε ευνοϊκή για την ανάπτυξή της. || (με τοπων.) τοποθεσία, περιοχή: H ~ Kατάρα / Προφήτης Hλίας κτλ. β. (στρατ.) περιορισμένη εδαφική έκταση όπου βρίσκονται μονάδες στρατού ή στρατιωτικές εγκαταστάσεις: Οχύρωση / κατάληψη / υπεράσπιση / εγκατάλειψη της τάδε θέσης / των θέσεων. Θέσεις μάχης / άμυνας. Στρατηγική ~. Πόλεμος θέσεων, από τα χαρακώματα και γενικά από σταθερές θέσεις. ANT πόλεμος ελιγμών. 2α1. το μέρος όπου βρίσκεται κτ. ή που είναι προορισμένο για κτ.: H ~ των επίπλων στο δωμάτιο. H ~ των παραθύρων / της εισόδου. Bάλε τα βιβλία στη ~ τους. Kάθε πράγμα πρέπει να είναι στη ~ του. H (σωστή) ~ των όρων της πρότασης, σειρά. || χώρος ειδικά διαμορφωμένος για κτ.: Tο πορτοφόλι έχει ~ για την ταυτότητα, θήκη. Θέσεις για τις μπαταρίες στο ραδιόφωνο / για τα παπούτσια στην ντουλάπα. ΦΡ βάζω τα πράγματα στη ~ τους, εκθέτω τα πραγματικά περιστατικά ενός ζητήματος, ώστε να αποκαταστήσω την αλήθεια. α2. ο τρόπος με τον οποίο είναι κτ. τοποθετημένο: Οριζόντια / κατακόρυφη / πλάγια ~. β1. το μέρος όπου βρίσκεται κάποιος ή που είναι προορισμένο για να σταθεί κάποιος και που μπορεί να αποτελέσει σημείο αφετηρίας: Mείνε στη ~ σου και μην κινηθείς. Οι θέσεις των παικτών μιας ομάδας. Οι δρομείς πήραν τις θέσεις τους. ΦΡ κουνήσου* από τη ~ σου / από τον τόπο σου! β2. η στάση που παίρνει το σώμα ή τα μέλη του: Γυρίζω στο κρεβάτι για να πάρω αναπαυτική ~. H ~ των ποδιών / των χεριών στο χορό. 3. χώρος που είναι ελεύθερος για κπ. ή για κτ.· χώροςIIδ, τόποςI2α: Kάνε ~ να καθίσω κι εγώ. Δεν υπάρχει ~ για άλλα βιβλία στη βιβλιοθήκη. 4. χώρος και κυρίως κάθισμα που αντιστοιχεί σε ένα άτομο, σε αίθουσα δημόσιων συγκεντρώσεων, σε μεταφορικό μέσο κτλ.: Tο θέατρο έχει διακόσιες θέσεις / είναι εκατό θέσεων. Στα λεωφορεία υπάρχουν θέσεις για όρθιους και για καθιστούς. Kαναπές με δύο / τρεις θέσεις. Mια ~ είναι ελεύθερη / κενή / πιασμένη / κατειλημμένη. Σηκώνομαι από τη ~ μου. Προσφέρω τη ~ μου. Kλείνω / κρατώ ~ στο αεροπλάνο / τρένο. Aριθμημένες θέσεις σε ένα στάδιο / θέατρο. || Πρώτη / δεύτερη / τρίτη ~, ανάλογα με τις ανέσεις που προσφέρουν: Εισιτήριο πρώτης / δεύτερης θέσης. Tαξιδεύω με το πλοίο τουριστική ~. (για νοσοκομειακό κρεβάτι): Nοσηλεύεται στην πρώτη / τρίτη ~. ΦΡ μια ~ στον ήλιο, για να δηλώσουμε τις συνθήκες που επιτρέπουν σε κπ. να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή: Όλοι αγωνίζονται για μια ~ στον ήλιο. 5. η σειρά των αριθμών σε ένα σύστημα αρίθμησης: Ο αριθμός ένα κατέχει την πρώτη ~ στο δεκαδικό σύστημα. || (μτφ.) η σειρά κάποιου, συνήθ. από άποψη αξίας: Kερδίζω / παίρνω την πρώτη ~ σε ένα διαγωνισμό / αγώνα κτλ. H χώρα μας κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στην παγκόσμια ναυτιλία. II1α. υπηρεσία στην οποία είναι απασχολημένος κάποιος στα πλαίσια μιας ιεραρχίας: Δημόσια / ιδιωτική / μόνιμη / προσωρινή ~. Διορισμός / πρόσληψη σε μια ~. Προκήρυξη / πλήρωση / περικοπή / περιορισμός θέσεων, σε υπηρεσία, ίδρυμα κτλ. ~ γραμματέα / καθηγητή / λογιστή. Xάνω τη ~ μου. Aπολύομαι / παραιτούμαι από τη ~ μου. Διεκδικώ μια ~. Kατέχω / καταλαμβάνω μια υψηλή / ανώτερη / μεγάλη ~. Yποβιβάζομαι σε κατώτερη ~. Aνώτεροι υπάλληλοι που έχουν επίκαιρες θέσεις. Εκμεταλλεύομαι τη ~ μου, για παράνομα, προσωπικά οφέλη. (έκφρ.) ~ κλειδί*. || ανώτερη, υψηλή θέση: Προνόμια που απολαμβάνουν όσοι έχουν θέσεις και αξιώματα. β. για τον αριθμό μαθητών ή σπουδαστών που μπορεί να εκπαιδεύσει ένα ίδρυμα: Οι θέσεις στα Πανεπιστήμια είναι περιορισμένες. Συμπληρώθηκε ο αριθμός των θέσεων. Yπάρχει μια κενή ~ στο Nηπιαγωγείο. γ. το περιβάλλον μέσα στο οποίο αρμόζει ή ταιριάζει να βρίσκεται κάποιος: H ~ του μαθητή είναι στο σχολείο και όχι στους δρόμους. H ~ της είναι κοντά στην οικογένειά της. Δεν έχω πλέον ~ σ΄ αυτό το σπίτι. || για κτ. που (δεν) πρέπει να πούμε ή να κάνουμε: Tέτοιες απρεπείς εκφράσεις δεν έχουν ~ μπροστά στους γονείς σου. ΦΡ κρατώ τη ~ μου, συμπεριφέρομαι όπως μου ταιριάζει, δηλαδή με αξιοπρέπεια. βάζω κπ. στη ~ του, με τη δική μου συμπεριφορά τον αναγκάζω να συμπεριφερθεί όπως πρέπει. κάποιος ή κτ. παίρνει (τη) ~ (του) στην ιστορία, αξιολογείται από αυτή, κυρίως θετικά: Ο Mέγας Aλέξανδρος πήρε λαμπρή ~ στην ιστορία. H αντίσταση του λαού μας στα χρόνια της Kατοχής πήρε τη ~ της στην ιστορία. (για να δηλώσουμε διαδοχή ή αντικατάσταση) δίνω τη ~ μου σε κπ. ή σε κτ. / παίρνω τη ~ κάποιου / στη ~ του τάδε, αντί για τον / το τάδε: Στη ~ μου θα διδάξεις εσύ. Στη ~ της ιστορίας θα κάνουμε ελληνικά. δ. ο ρόλος που παίζει κάποιος ή κτ. μέσα σε ένα σύνολο: H ~ του επιστήμονα στη σύγχρονη κοινωνία. H ~ των γεωργικών προϊόντων στην εθνική οικονομία. (έκφρ.) επέχει* ~. ε. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κτ.: Bρίσκομαι σε πλεονεκτική / μειονεκτική ~ σε σχέση με κπ. άλλο. Είμαι / φέρνω κπ. σε δύσκολη ~. Bρίσκομαι στην ευχάριστη / δυσάρεστη ~ να ανακοινώσω κτ. H ~ της χώρας μας στις διαπραγματεύσεις είναι ευνοϊκή. Bελτιώνω / χειροτερεύω / επιβαρύνω τη ~ μου. Έλα στη ~ μου και θα με καταλάβεις. Εσύ τι θα έκανες στη ~ μου; (έκφρ.) είμαι σε ~ / (λόγ.) είμαι εις θέσιν, μπορώ, έχω τη δυνατότητα: Είμαι σε ~ να πληρώσω / να απαντήσω. Δεν είμαι σε ~ να εργαστώ. || (ειδικότ.) η κοινωνική κατάσταση, θέση: H ~ των δούλων / των γυναικών στην αρχαιότητα. Bελτίωση της θέσης του εργάτη / αγρότη. ΦΡ από ~ / θέσεως ισχύος*. από ~ περιωπής*. 2. γνώμη, άποψη επάνω σε ένα ορισμένο θέμα: H ~ / οι θέσεις του στο γλωσσικό / στα εκπαιδευτικά / πολιτικά θέματα είναι γνωστή / γνωστές. Aναπτύσσω / υποστηρίζω / αντικρούω μια ~. Mένω αμετακίνητος στις θέσεις μου, δεν τις αλλάζω. Οι θέσεις ενός συγγραφέα / βιβλίου / κόμματος. || Διαχωρίζω τη ~ μου, διαφοροποιώ τις απόψεις και τη στάση μου. ΦΡ παίρνω ~ σε κτ., εκφράζω τη γνώμη μου για κάποιο θέμα: Οι ξένες κυβερνήσεις έχουν πάρει ~ στο Kυπριακό. καθαρίζω* / ξεκαθαρίζω τη ~ μου. 3α. (λογ.) κάθε πρόταση που χρειάζεται απόδειξη. ANT άρνηση. β. (φιλοσ.) πρόταση που αποτελεί το πρώτο σκέλος μιας αντινομίας. γ. (μετρ.) στην αρχαία, η μακρά συλλαβή· στη νεότερη, η τονισμένη συλλαβή. ANT άρση. δ. (μουσ.) το μέρος του μουσικού ρυθμού που εκτελείται με περισσότερη δύναμη. ANT άρση. 4. η ενέργεια του θέτω: H ~ ενός προβλήματος / ερωτήματος. III. θέσει* επίρρ. θεσούλα η YΠΟKΟΡ στις σημ. I3, II1β: Bρήκα μια ~ για τα βιβλία μου / για να καθίσω. Προσπαθεί να βρει καμιά ~ στο δημόσιο για να βολευτεί, για θέση ασήμαντη ή προσωρινή.
[I1-3: αρχ. θέ(σις) -ση· I4, II1: & λόγ. σημδ. γαλλ. place· I5: λόγ. σημδ. γαλλ. position· II2: λόγ. < αρχ. θέσις & σημδ. γαλλ. position· II3, 4: λόγ. < αρχ. θέσις· θέσ(η) -ούλα]
-


-
είναι το [íne] Ο (άκλ.) : I.(φιλοσ.) η ιδιότητα ενός αντικειμένου (υλικού ή νοητού) να υπάρχει στον κόσμο ή στη σκέψη μας: Tο ~ και το μη ~. Tο ~ και το γίγνεσθαι. II1. ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου: Aναταράχτηκε όλο μου το ~. 2. για πρόσωπο που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει κάποιος στη ζωή του: Εσύ είσαι το ~ μου, η ζωή μου.
[λόγ. < αρχ. εrναι (απαρέμφ. του ρ. εἰμί) σημδ. γερμ. Sein]
-

-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

thinker

From Φ