postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology

clinical philosophy κλινική φιλοσοφία Filosofia clínica , scholar google "θεωρητικη ψυχολογια" "φιλοσοφικη ψυχολογια", scholar google "Theoretical philosophical psychology", postpsychology, metapsychology, ΜΕΤΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Μεταψυχολογία, POST Theoretical philosophical psychology, θεωρητικη φιλοσοφικη ψυχολογια, Theoretical philosophical psychology, φιλοσοφικη ψυχολογια, philosophical psychology, θεωρητικη ψυχολογια, Theoretical psychology, META Theoretical philosophical psychology, postΜΕΤΑpsychology, postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology, νοοόντι

scholar google

scholar google
  1. Μηχανή αναζήτησης ελληνικών ψηφιακών βιβλιοθηκών http://openarchives.gr/
  2. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (EAΔΔ) http://phdtheses.ekt.gr/eadd/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

love dance

From Φ

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

αγανακτισμένος αγανακτώ Aγανακτεί με την τεμπελιά και την απροθυμία των ντόπιων


αγανακτισμένος αγανακτώ Aγανακτεί με την τεμπελιά και την απροθυμία των ντόπιων
-

-

-

  1. http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%91%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CF%83&dq=
  2. http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B1%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CF%84%CF%8E&dq=

-
θυμώνω, δυσανασχετώ έντονα ιδίως επειδή θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου
Aγανακτεί με την τεμπελιά και την απροθυμία των ντόπιων
δυσανασχετήσει
-
αγανακτώ [aγanaktó] Ρ10.9α μππ. αγανακτισμένος* & αγαναχτώ [aγanaxtó] Ρ10.11α μππ.αγαναχτισμένος* : 1.θυμώνω, δυσανασχετώ έντονα ιδίως επειδή θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: Aγανάκτησε και ξέσπασε. Aγανακτεί με την τεμπελιά και την απροθυμία των ντόπιων. Aγανάκτησε για την αδικία. 2. κάνω κπ. να θυμώσει, να δυσανασχετήσει έντονα:Mε αγανάκτησε ο αφιλότιμος με την επιμονή του. 3. δυσκολεύομαι, κοπιάζω να πετύχω κτ.: Ώρες σε ψάχνω, αγανάχτησα για να σε βρω· ΣYN έκφρ. είδα κι έπαθα.
[λόγ. < αρχ. ἀγανακτῶ· μσν. αγαναχτώ < αρχ. ἀγανακτῶ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

-
αγανακτώ [aγanaktó] Ρ10.9α μππ. αγανακτισμένος* & αγαναχτώ [aγanaxtó] Ρ10.11α μππ. αγαναχτισμένος* : 1.θυμώνω, δυσανασχετώ έντονα ιδίως επειδή θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: Aγανάκτησε και ξέσπασε. Aγανακτεί με την τεμπελιά και την απροθυμία των ντόπιων. Aγανάκτησε για την αδικία. 2. κάνω κπ. να θυμώσει, να δυσανασχετήσει έντονα: Mε αγανάκτησε ο αφιλότιμος με την επιμονή του. 3. δυσκολεύομαι, κοπιάζω να πετύχω κτ.: Ώρες σε ψάχνω, αγανάχτησα για να σε βρω· ΣYN έκφρ. είδα κι έπαθα.
[λόγ. < αρχ. ἀγανακτῶ· μσν. αγαναχτώ < αρχ. ἀγανακτῶ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
-
αγανακτισμένος -η -ο [aγanaktizménos] & αγαναχτισμένος -η -ο [aγanaxtizménos] Ε3 μππ. τουαγανακτώ, αγαναχτώ : που έχει αγανακτήσει, που έχει δυσανασχετήσει: ~ με την κατάσταση που επικρατούσε στο γραφείο, άρχισε να φωνάζει. αγανακτισμένα & αγαναχτισμένα ΕΠIΡΡ με αγανάκτηση, με θυμό: Tου απάντησε ~.
[-χτ-: μσν. αγανακτισμένος μππ. του αγανακτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -κτ-: λόγ. επίδρ.]

-
αγανακτισμένος -η -ο [aγanaktizménos] & αγαναχτισμένος -η -ο [aγanaxtizménos] Ε3 μππ. του αγανακτώ, αγαναχτώ : που έχει αγανακτήσει, που έχει δυσανασχετήσει: ~ με την κατάσταση που επικρατούσε στο γραφείο, άρχισε να φωνάζει. αγανακτισμένα & αγαναχτισμένα ΕΠIΡΡ με αγανάκτηση, με θυμό: Tου απάντησε ~.
[-χτ-: μσν. αγανακτισμένος μππ. του αγανακτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -κτ-: λόγ. επίδρ.]
-

-

-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

thinker

From Φ