postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology

clinical philosophy κλινική φιλοσοφία Filosofia clínica , scholar google "θεωρητικη ψυχολογια" "φιλοσοφικη ψυχολογια", scholar google "Theoretical philosophical psychology", postpsychology, metapsychology, ΜΕΤΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Μεταψυχολογία, POST Theoretical philosophical psychology, θεωρητικη φιλοσοφικη ψυχολογια, Theoretical philosophical psychology, φιλοσοφικη ψυχολογια, philosophical psychology, θεωρητικη ψυχολογια, Theoretical psychology, META Theoretical philosophical psychology, postΜΕΤΑpsychology, postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology, νοοόντι

scholar google

scholar google
  1. Μηχανή αναζήτησης ελληνικών ψηφιακών βιβλιοθηκών http://openarchives.gr/
  2. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (EAΔΔ) http://phdtheses.ekt.gr/eadd/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

love dance

From Φ

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

"American courts pornography"

Ορισμός νοήματος πορνογραφιas
Ορισμός του πορνογραφικού υλικού
Ορισμός πορνογραφιas

Ορισμός πορνογραφιas
-
Με τον όρο πορνογραφία ή πορνό αναφερόμαστε εν γένει στην αναπαράσταση σεξουαλικών πράξεων, λεκτικά ή μέσω εικόνων, με υπερβολικό τονισμό των γενετήσιων στοιχείων και με κύριο σκοπό την σεξουαλική διέγερση του ατόμου. Ο ακριβής ορισμός της πορνογραφίας είναι στην πραγματικότητα αρκετά δύσκολος και δεν υπάρχει συνήθως καθολική συμφωνία ως προς το χαρακτηρισμό ενός έργου ως πορνογραφικού. Επιπλέον, τα όρια της πορνογραφίας διαφέρουν όταν εξετάζονται στα πλαίσια διαφορετικών πολιτισμών ή/και εποχών. Ο όρος αποτελεί αναχρονισμό όταν εφαρμόζεται σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους. Η λέξη πορνογράφος απαντάται μία φορά σε κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, στο έργο του Αθήναιου Δειπνοσοφισταί (περ. 2ος αι.), όπου φαίνεται να χρησιμοποιείται από τον Αθήναιο για να περιγράψει ζωγράφους που αναπαράστησαν πόρνες στα έργα τους[1]. Με τη σημασία που αποδίδεται σήμερα, ο όρος εφευρέθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και αρχικά χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή ερωτικών τοιχογραφιών που βρέθηκαν στα ερείπια της Πομπηίας[2].
-
What is pornography?
What is Pornology?
"American courts have not yet settled on a satisfactory definition of what constitutes pornographic material"
απουσία διεθνούς λειτουργικού ορισμού πορνογραφικού υλικού
American courts have not yet settled in a satisfactory definition of what constitutes pornography
American courts have not yet settled on a satisfactory definition of what constitutes pornographic material.
About 1,400 results (0.32 seconds)
American courts Pornology
American courts PORNOLOGY
American courts PoRNoLoGy
-
9 results (0.27 seconds)
-
About 236 results (0.87 seconds)
-
Pornologiya, Pornologiâ
-
συλλογή και διανομή πορνογραφικού υλικού για τη δική τους ικανοποίηση
Το πορνογραφικό υλικό, έχοντας ως απώτερο σκοπό το παιχνίδι
Η απουσία ενός διεθνούς λειτουργικού ορισμού πορνογραφικού υλικού 
la grande epidemie de pornographie
-
American courts PORNOLOGY
   
-

View Larger Map
-

  1. δεν σας αρεσω επειδη ειμαι ασχημομουρα αλλα οταν ομορφινω θα με θετε 
  2. ιερόδουλη στον πειραιά whore prostitute πουτανα
  3. προκλητικά αισθησιακό 
  4. εμπνευσμένη 
  5. Anna Nicole Smith Fast Track
  6. robot‑porn
  7. Λόλα
  8. Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας World Mental Health Day
  9. efpa.eu Robert Roe
  10. porn In United States
  11. The U.S.Supreme Court
  12. ΕΘΝΙΚΟΣ ΤΣΑΜΠΟΥΚΑΣ
  13. Δεν νοείται υγεία χωρίς ψυχική υγεία

-

A
52 Executive Park South #5201, Atlanta, GA
(404) 892-1331 ‎ · acrga.com
attorneys at law · jr attorney

-
American courts PoRNoLoGy
 
-
"American court"
-
American courts have not yet settled on a satisfactory definitionof what constitutes pornographic material.
-
Αμερικανικά δικαστήρια δεν έχουν ακόμη διακανονιστεί στις ικανοποιητικό ορισμό του τι αποτελεί πορνογραφικό υλικό.
-
τα Αμερικανικά δικαστήρια δεν έχουν ακόμη διακανονίσει σε ικανοποιητικό ορισμό του ότι αποτελεί πορνογραφικό υλικό.
-
τα Αμερικανικά δικαστήρια δεν έχουν ακόμη διακανονίσει ικανοποιητικό ορισμό του ότι αποτελεί πορνογραφικό υλικό.
-
σύμφωνα με τους ορισμούς του αμερικάνικου δικαίου
Ο εθισμός, η εξάπλωση της παιδοφιλίας, η εύκολη πρόσβαση σε πορνογραφικό υλικό και σε τυχερά
-
ορισμό του ότι αποτελεί πορνογραφικό υλικό
-
πληθώρα ορισμών νομικών αλλά και ορισμών επιστημονικών
Ορισμός του πορνογραφικού υλικού ανηλίκων και η νομική
Ορισμός του πορνογραφικού υλικού ενηλίκων και η νομική
εν συντομία τον ορισμό του πορνογραφικού υλικού
Πως επηρεάζει το πορνογραφικό υλικό τη σχέση ενός ζευγαριού;
η πορνογραφία αποτελεί θέμα-ταμπού
πορνογραφία 
πορνολογία 
pornologia
Pornologia 

πορνολογία


pornologia.net/
pornologia.pl/
Разбирал архивы. Не смог не вспомнить о нашем порнологическом 
pornologia.livejournal.com
Jeje no le alcanzo para un cinturon 
jarochos.net
-
http://www.buzin.ru/buz/pornologia/pornologia_new.jpg
http://img127.imagevenue.com/loc978/th_99512_jarochos_01_537_123_978lo.jpg
-

Порнология


-

Jeje no le alcanzo para un cinturon de castidad

01/08/2009, 00:07

-
http://www.jarochos.net/jportal/f59/mujer-de-ensenada-31255/
-
mujer-de-ensenada
-

  1. http://img127.imagevenue.com/img.php?image=99512_jarochos_01_537_123_978lo.jpg
  2. http://img168.imagevenue.com/img.php?image=99512_jarochos_01_326_123_439lo.jpg
  3. http://img232.imagevenue.com/img.php?image=99511_jarochos_01_715_123_583lo.jpg
  4. http://img226.imagevenue.com/img.php?image=99510_jarochos_01_123_541lo.jpg

-

  1. http://img127.imagevenue.com/aAfkjfp01fo1i-27327/loc978/99512_jarochos_01_537_123_978lo.jpg
  2. http://img168.imagevenue.com/aAfkjfp01fo1i-3185/loc439/99512_jarochos_01_326_123_439lo.jpg
  3. http://img232.imagevenue.com/aAfkjfp01fo1i-28357/loc583/99511_jarochos_01_715_123_583lo.jpg
  4. http://img226.imagevenue.com/aAfkjfp01fo1i-32403/loc541/99510_jarochos_01_123_541lo.jpg

-
Hehe δεν φτάνουν για μια ζώνη αγνότητας
-
http://manuel-laval.de/aaBilderNeu/NS4Pre/mediafiles/l4.jpg
-
About 59 results (0.88 seconds), "Jeje no le alcanzo para un cinturon de castidad"
-
http://pornologia.livejournal.com/,
-
Разбирал архивы. Не смог не вспомнить о нашем порнологическом форуме, так как данный фотопрепарат очень метафоричен.
-
UPD: сообщество закрыто
-
http://www.buzin.ru/buz/pornologia/pornologia_new.jpg
-
Разбирал архивы. Не смог не вспомнить о нашем порнологическом форуме, так как данный фотопрепарат очень метафоричен. UPD: сообщество закрыто
-
Ποικιλία από αρχεία. Δεν μπορούσε παρά να θυμηθείτε το φόρουμ pornologiches kom μας, καθώς αυτό foto preparat πολύ μεταφορική. UPD: κλειστή κοινότητα
-
http://pornologia.livejournal.com/10925.html
-
Вагинальная полость закрыта на навесной замок.
-
MUJERES DE ENSENADA
-
Pornography is to the health of the mind what the Planned Parenthood Federation of America is to the unborn child, death and destruction.
Η πορνογραφία είναι για την υγεία του νου τι η Ομοσπονδία Οικογενειακού Προγραμματισμού της Αμερικής είναι να το αγέννητο παιδί, τον θάνατο και την καταστροφή.

Με τον όρο πορνογραφία ή πορνό αναφερόμαστε
εν γένει στην αναπαράσταση σεξουαλικών πράξεων, λεκτικά ή μέσω εικόνων, με υπερβολικό τονισμό των γενετήσιων στοιχείων και με κύριο σκοπό την σεξουαλική διέγερση του ατόμου.
Ο ακριβής ορισμός της πορνογραφίας είναι στην πραγματικότητα αρκετά δύσκολος και δεν υπάρχει συνήθως καθολική συμφωνία ως προς το χαρακτηρισμό ενός έργου ως πορνογραφικού. Επιπλέον, τα όρια της πορνογραφίας διαφέρουν όταν εξετάζονται στα πλαίσια διαφορετικών πολιτισμών ή/και εποχών. Ο όρος αποτελεί αναχρονισμό όταν εφαρμόζεται σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους. Η λέξη πορνογράφος απαντάται μία φορά σε κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, στο έργο του Αθήναιου Δειπνοσοφισταί (περ. 2ος αι.), όπου φαίνεται να χρησιμοποιείται από τον Αθήναιο για να περιγράψει ζωγράφους που αναπαράστησαν πόρνες στα έργα τους[1]. Με τη σημασία που αποδίδεται σήμερα, ο όρος εφευρέθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και αρχικά χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή ερωτικών τοιχογραφιών που βρέθηκαν στα ερείπια της Πομπηίας[2].

η εν γένει αναπαράσταση γενετήσιΩΝ «σεξουαλικών» πράξεων, λεκτικά ή μέσω εικόνων,
με υπερβολικό τονισμό των !γενετήσιων! !στοιχείων!
με κύριο σκοπό την γενετήσιΑ «σεξουαλική» διέγερση

γενετήσιΑ ΣΤΟΙΧεία, γενετήσια πράγματα, γενετήσια ύλη
γενικό γαμήσι
γενική νόηση
γωνία γόνος
γενω
γίνεται
γένηση

όταν
μην κοινοποιείς την γενησης διαδικασία έργα ποίηση κάμωμα ουργίες
ιερό άγιο σοφό μύστωση.. παντικο θεϊκό..
πράξη αίσθημα νόηση
τρόπος ύφος στυλ νοοτροπία έθος ήθος «έθιμο»
’αγριο σκληρό εχθρικό μεΜήσος mitsoz γαμησι γάμος ένωση ενποίηση γένημα ποίμα
ατομική ηδονή ευαρέκεια πολύ έντονη με εναντίον των λοιπών στοιχείων τού παντός
άνευ φιλικότητας,αίσθησης φιλίας,φιλικής αίσθησης, αισθανόμενης από τούς γαμιέδες-ποιητές εργάτες-ουργούς, γιά τα λοιπά στοιχεία τού παντός-ορούμενους-λήπτες..
υπερεγωισμός-υπερανασφάλια-υπερσύνχυση
γαμήσι με κακή νόηση-αισθήματα..
φάκιν με ολιγοδυνατή νόηση-αίσθηση
έρως παν θεός
κακογαμήσι κακογένηση..
κακοένωση-κακομηδένωση-κακοουδετέρωση..
-
γονος γενεά
-
γέννηση η [jénisiΟ33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γεννώ· αρχή της ανεξάρτητης ζωής του εμβρύου έξω από το μητρικό σώμα, κυρίως για τον άνθρωπο: Tόπος και χρόνος γεννήσεως. Ληξιαρχική πράξη / πιστοποιητικό γεννήσεως. Οι γεννήσεις και οι θάνατοι συνιστούν τη φυσική μεταβολή του πληθυσμού. H Γέννηση του Xριστού. || το άτομο που γεννιέται, κυρίως από στατιστική άποψη: Aύξηση / μείωση / περιορισμός / έλεγχος (του αριθμού) των γεννήσεων. 2. (μτφ.) η αρχή, η δημιουργία, η εμφάνιση ενός πράγματος: Στην Aγγλία έχουμε τη ~ του κοινοβουλευτικού συστήματος. || το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει η κατασκευή ή η χρήση ενός πράγματος: H ~ της κολόνας / του τόξου. 3. η Γέννηση, η εικονογραφική παράσταση της γέννησης του Xριστού.
[μσν. γέννηση < αρχ. γέννη(σις) -ση]

-
γέννηση η [jénisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γεννώ· αρχή της ανεξάρτητης ζωής του εμβρύου έξω από το μητρικό σώμα, κυρίως για τον άνθρωπο

: Tόπος και χρόνος γεννήσεως. Ληξιαρχική πράξη / πιστοποιητικό γεννήσεως. Οι γεννήσεις και οι θάνατοι συνιστούν τη φυσική μεταβολή του πληθυσμού. H Γέννηση του Xριστού.

|| το άτομο που γεννιέται

, κυρίως από στατιστική άποψη: Aύξηση / μείωση / περιορισμός / έλεγχος (του αριθμού) των γεννήσεων.

2. (μτφ.) η αρχή, η δημιουργία, η εμφάνιση ενός πράγματος: Στην Aγγλία έχουμε τη ~ του κοινοβουλευτικού συστήματος. || το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει η κατασκευή ή η χρήση ενός πράγματος: H ~ της κολόνας / του τόξου. 3. η Γέννηση, η εικονογραφική παράσταση της γέννησης του Xριστού.
[μσν. γέννηση < αρχ. γέννη(σις) -ση]
-

  1. η αρχή, η δημιουργία, η εμφάνιση
  2. το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει η κατασκευή ή η χρήση
  3. γέννησις

-
γεννώ [jenó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. για τη γυναίκα και για τα θηλυκά ζώα, δηλώνει τη διαδικασία με την οποία το έμβρυο βγαίνει έξω από το μητρικό σώμα· φέρνω στον κόσμο, στη ζωή: Γέννησε πριν από ένα μήνα. Γεννάει πολύ εύκολα. Γέννησε η αγελάδα / η γίδα / η σκύλα μας. (έκφρ.) όπως τον γέννησε η μάνα του,τελείως γυμνός. (υβρ.) …τη μάνα που σε γέννησε. || Tην πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της, χωρίς προίκα. || ανεξάρτητα από το γένος των γονιών: Tον ξέρω σαν να τον γέννησα, τον ξέρω πολύ καλά, ξέρω καλά το χαρακτήρα του. ΠAΡ Mε λούζεις, με χτενίζεις, ξέρω ποιος με γέννησε, συνήθ. για νόθα παιδιά που η αγάπη τους στρέφεται προς τους φυσικούς γονείς. || Γεννήθηκε τυφλός. Γεννήθηκα το 1949. (έκφρ.) μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, για να τονιστεί η αξία της ζωής. γεννήθηκαν / είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλο, ταιριάζουν πολύ. β. για πουλιά και ψάρια, κάνω αυγά: Aρχίσανε να γεννάνε οι κότες. Είναι η εποχή που τα ψάρια γεννούν τα αυγά τους. ΠAΡ Aλλού τα κακαρίσματα* κι αλλού γεννούν οι κότες. Γεννούν κι οι πετεινοί του, είναι πολύ τυχερός. 2. (παθ.) είμαι από τη φύση μου, έχω την προδιάθεση, την ικανότητα για κτ.: Ο καλλιτέχνης γεννιέται, δε γίνεται. Είναι γεννημένος ποιητής / ρήτορας. 3. (μτφ.) δημιουργώ, προκαλώ: Mεταξύ τους γεννήθηκε αμοιβαία συμπάθεια. Οι ιδεολογίες γεννιούνται μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες. H στάση του μου γέννησε πολλά ερωτήματα. Mου γεννήθηκε η υποψία ότι… Tου γεννήθηκε το ενδιαφέρον για τα νέα κοινωνικά κινήματα. ΦΡ το μυαλό του (δε) γεννά, (δεν) είναι επινοητικός, εφευρετικός.
[αρχ. γεννῶ]

-
γεννώ [jenó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.

1 :
1α. μτφ.για τη γυναίκα και για τα θηλυκά ζώα, δηλώνει τη διαδικασία με την οποία το έμβρυο βγαίνει έξω από το μητρικό σώμα· φέρνω στον κόσμο, στη ζωή

: Γέννησε πριν από ένα μήνα. Γεννάει πολύ εύκολα. Γέννησε η αγελάδα / η γίδα / η σκύλα μας. (έκφρ.) όπως τον γέννησε η μάνα του, τελείως γυμνός. (υβρ.) …τη μάνα που σε γέννησε. || Tην πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της, χωρίς προίκα. || ανεξάρτητα από το γένος των γονιών: Tον ξέρω σαν να τον γέννησα, τον ξέρω πολύ καλά, ξέρω καλά το χαρακτήρα του. ΠAΡ Mε λούζεις, με χτενίζεις, ξέρω ποιος με γέννησε, συνήθ. για νόθα παιδιά που η αγάπη τους στρέφεται προς τους φυσικούς γονείς. || Γεννήθηκε τυφλός. Γεννήθηκα το 1949. (έκφρ.) μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, για να τονιστεί η αξία της ζωής. γεννήθηκαν / είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλο, ταιριάζουν πολύ.

β. μτφ. για πουλιά και ψάρια, κάνω αυγά

: Aρχίσανε να γεννάνε οι κότες. Είναι η εποχή που τα ψάρια γεννούν τα αυγά τους. ΠAΡ Aλλού τα κακαρίσματα* κι αλλού γεννούν οι κότες. Γεννούν κι οι πετεινοί του, είναι πολύ τυχερός.

2. μτφ. (παθ.) είμαι από τη φύση μου, έχω την προδιάθεση, την ικανότητα για κτ.

: Ο καλλιτέχνης γεννιέται, δε γίνεται. Είναι γεννημένος ποιητής / ρήτορας.

3. (μτφ.) δημιουργώ, προκαλώ

: Mεταξύ τους γεννήθηκε αμοιβαία συμπάθεια. Οι ιδεολογίες γεννιούνται μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες. H στάση του μου γέννησε πολλά ερωτήματα. Mου γεννήθηκε η υποψία ότι… Tου γεννήθηκε το ενδιαφέρον για τα νέα κοινωνικά κινήματα. 

ΦΡ το μυαλό του (δε) γεννά, (δεν) είναι επινοητικός, εφευρετικός.

[αρχ. γεννῶ]
-
φέρνω στον κόσμο
Tον ξέρω σαν να τον γέννησα, τον ξέρω πολύ καλά, ξέρω καλά το χαρακτήρα του.
έχω την προδιάθεση, την ικανότητα για κτ.
δημιουργώ, προκαλώ
-
γίνομαι [jínome] Ρ αόρ. έγινα και (οικ., σπάν.) γίνηκα, απαρέμφ. γίνει και (οικ., σπάν.) γενεί, μππ. γινωμένος* : 

I1. ως γενικό συνώνυμο ρημάτων που δηλώνουν με μεγαλύτερη ακρίβεια ότι το υποκείμενο περνά από μια κατάσταση ή ιδιότητα σε μια άλλη διαφορετική

: Έγινε γιατρός / δικηγόρος / υπουργός. Aυτός θα γίνει μεγάλος άνθρωπος. Γίναμε πια δύο ξένοι. Έγινα έξαλλος. Tι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;, τι επάγγελμα, τι κλάδο θα ακολουθήσεις; H κατάσταση έγινε πολύ δύσκολη. Tο σπίτι του έγινε ερείπιο. Ο Γιάννης έγινε αρλεκίνος, μεταμφιέστηκε σε… H Mαρία έγινε καλά, γιατρεύτηκε. Θα γίνεις γυναίκα μου, θα σε παντρευτώ. || Έγινε σαν φλουρί / σαν κερί, κιτρίνισε.

|| (για πρόσ.) δημιουργούμαι, διαπλάθομαι

: Ο καλλιτέχνης γεννιέται, δε γίνεται.

|| με κατηγορούμενο κυρίως ουσιαστικό σχηματίζει φράσεις, εκφράσεις ή περιφράσεις, με τις οποίες αποδίδεται στο υποκείμενο μια χαρακτηριστική ιδιότητα του ουσιαστικού

: το αίμα* νερό δε γίνεται. ~ χαλί* να με πατήσεις. ~ βαπόρι*. ~ μπουρλότο*. ~ μπαρούτι*. ~ θηρίο* (ανήμερο). ~ θέατρο*. ~ (δημόσιο) θέαμα*. ~ νούμερο*. ~ ρεζίλι* / ρεντίκολο*. ~ βάρος* σε κπ. ~ θυσία*. ~ κομμάτια* για κπ. ~ καπνός*. ~ σκυλί*. ~ Tούρκος*. ~ περδίκι*. ~ πατίνι* / ποδήλατο*. ~ άνθρωπος*. ~ άλλος άνθρωπος*. ~ πετσί και κόκαλο*. γινόμαστε με κπ. από δυο χωριά* (χωριάτες). ~ μπίλιες*. ~ μπίλιες* με κπ. ~ πτώμα*. ~ λαγός*. ~ Λούης*. ~ έξω φρενών*. ~ πυρ* και μανία. ~ άνω* κάτω. ~ κουρέλι*. ~ παντζάρι* / (κόκκινος σαν) παπαρούνα*. ~ σταφίδα*. ~ λούτσα*. ~ λιώμα* / στουπί* / τύφλα* / σκνίπα* / τάπα* (στο μεθύσι). γίναμε μαλλιά* κουβάρια (με κπ.). γίναμε τακίμια*. κομμάτια* να γίνει! τσιμέντο* να γίνει! ~ κακός*. γίνεται κτ. κάτω από τη μύτη* κάποιου.

2. για κτ. που, ύστερα από μια προετοιμασία ή διαδικασία, παίρνει οριστική μορφή, ετοιμάζεται

: Ελάτε, έγινε το φαΐ! Ο τσαγκάρης μού είπε πως τα παπούτσια σου δεν έγιναν ακόμα. || ωριμάζω: Οι ντομάτες δεν έγιναν ακόμα. || Οι ελιές δε γίνονται στα ψυχρά κλίματα, δεν ευδοκιμούν.

3. για να δηλωθεί η συμπλήρωση ενός ορισμένου ποσού ή αριθμού

: Mε τον αδελφό του γινόμαστε πέντε. Mε το θάνατό του οι νεκροί γίνονται πέντε. Mε το νέο δάνειο τα χρέη γίνονται δέκα εκατομμύρια.

4. σε ερωτηματικές και αρνητικές προτάσεις δηλώνει μια συγκεκριμένη κατάσταση και τις δυνατότητες διεξόδου ή τις δυνατές εξελίξεις

: Tι γίνεται με την υπόθεσή μας; Tι θα γίνει η περιουσία του όταν πεθάνει; || Δεν ξέρω τι έγινε κάποιος ή κτ., δεν ξέρω πού βρίσκεται, τι κάνει, τον ψάχνω μάταια. Tι έγινε αυτός τόσον καιρό; Tι γίνατε / τι γινήκατε;, πού χαθήκατε; || Tι θα γίνω; Tι θα γίνουμε;, όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση·

ΣYN τι θα απογίνω; Tι έγιναν τόσα όνειρα;, ως έκφραση απογοήτευσης. (έκφρ.) τι (μου) γίνεστε;, πώς είστε, τι κάνετε;

5. για πράξεις, ενέργειες, καταστάσεις κτλ.:

α. δηλώνει κτ. που πραγματοποιείται

: Aυτά που ζητάς δε γίνονται. Δε θα γίνει ό,τι θέλεις εσύ. Θα γίνουν νέοι διορισμοί. Δε γίνεται τίποτα, δεν υπάρχει λύση. (έκφρ.) κάνω / γίνεται το δικό* μου, σου, του κτλ. ό,τι έγινε / γίνεται δεν ξεγίνεται*. ό,τι έγινε έγινε, αποδοχή μιας άσχημης κατάστασης που δεν μπορεί να διορθωθεί. ας γίνει ό,τι θέλει, αδιαφορία για κτ. που δεν εγκρίνουμε ή δεν επιθυμούμε. ό,τι και να γίνει, οπωσδήποτε, σε κάθε περίπτωση, με κάθε τρόπο: Εγώ θα σπουδάσω ό,τι και να γίνει. τι να γίνει; ΣYN έκφρ. τι να κάνουμε;, για μοιρολατρική αποδοχή. (οικ.) έγινε!, αντί για μέλλοντα εκφράζει την απόλυτη συγκατάθεση του ομιλητή. || (με γεν. προσ.): Δεν πρέπει να τους γίνονται όλα τα χατίρια, να εκπληρώνονται. || (έκφρ.) δεν ξέρει τι του γίνεται, δεν ξέρει απολύτως τίποτα ή βρίσκεται σε τρομερή σύγχυση.

β. δηλώνει κτ. που συμβαίνει

: Πώς έγινε το δυστύχημα; Aυτά γίνονται συχνά, μην απογοητεύεσαι. Δεν κατάλαβα καλά καλά πώς έγινε. || Πού θα γίνει ο γάμος / η συγκέντρωση / η ομιλία; Πότε θα γίνουν οι εξετάσεις; || Έγινε σεισμός / επανάσταση / πραξικόπημα. (έκφρ.) πώς γίνεται / έγινε και…, για να εκφράσουμε απορία: Πώς έγινε και τελικά συμφωνήσατε όλοι;

γ. δηλώνει μια κατάσταση που εκδηλώνεται, που δημιουργείται

: Γινόταν μεγάλη φασαρία. Έγινε χαμός. Πήγαινε να δεις τι γίνεται. Tι γίνεται εδώ;, για κατάσταση που δεν εγκρίνουμε. (έκφρ.) ε! και τι έγινε;, όταν θεωρούμε ένα συμβάν ως ασήμαντο. ΦΡ γίνεται μύλος*. έγινε / γίνεται της κακομοίρας* / της τρελής* / της ανωμαλίας*. έγινε το έλα* να δεις.

δ. δηλώνει κτ. που δημιουργείται, που κατασκευάζεται για πρώτη φορά

: Aπό τότε που έγινε ο κόσμος. Tα πρώτα σπίτια της περιοχής έγιναν το 1920.

6. σε περιφράσεις με αφηρημένα ουσιαστικά ή ρηματικά επίθετα

: Έγινε επεξεργασία καπνών, τα καπνά υπέστησαν επεξεργασία. Έγινε σκέψη για κτ., σκέφτηκαν. Έγινε δεχτό, το αποδέχτηκαν. || Γίνεται λόγος / συζήτηση.

7. (με απόλ. αριθμτ.) δηλώνει τη συμπλήρωση μιας ορισμένης χρονικής περιόδου

: Έγιναν κιόλας οχτώ χρόνια; Έγινε οχτώ η ώρα. Έγινε απόγευμα ώσπου να τελειώσει. Σήμερα ~ είκοσι χρόνων.

8. για κτ. που παράγεται ή γενικά προέρχεται από κτ. άλλο

: Aπό δύο κιλά γάλα γίνεται ένα κιλό τυρί. Tο χαρτί γίνεται από ξύλο.

II. (ως απρόσ.) γίνεται να…, δε γίνεται να…, με τη σημασία του “είναι δυνατόν” σε ερωτηματικές και αρνητικές προτάσεις

: Δε γίνεται να μας αφήσεις μόνους. Γίνεται να είναι τόσο ανόητος; Πώς γίνεται να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που πεινούν; Γίνεται να μην έρθω αύριο;, μπορώ, επιτρέπεται;

[ελνστ. γίνομαι < αρχ. γίγνομαι]
-
γινόμενο το [jinómeno] Ο40 : (μαθημ.)
το αποτέλεσμα της αριθμητικής πράξης του πολλαπλασιασμού· το εξαγόμενο του πολλαπλασιασμού: Mερικό ~. [λόγ. < ελνστ. γινόμενον ουσιαστικοπ. ουδ. της μπε. του ελνστ. ρ. γίνομαι, αρχ. γίγνομαι]
-

γινόμενο το [jinómeno] Ο40 : (.) 
το αποτέλεσμα της πράξης του πολλαπλασιασμού· το εξαγόμενο του πολλαπλασιασμού: Mερικό ~. [λόγ. < ελνστ. γινόμενον ουσιαστικοπ. ουδ. της μπε. του ελνστ. ρ. γίνομαι, αρχ. γίγνομαι] 

-
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/index.html
-
πλασιασμού
-
γινωμένο
-
γινωμένος -η -ο [jinoménos] Ε3 : 1. ώριμος: Γινωμένα φρούτα. 2. (λαϊκότρ.) ετοιμασμένος, καμωμένος.
[γίν(ομαι) -ωμένος]

-
γίνωμα το [jínoma] Ο49 : το ωρίμασμα.
[γίν(ομαι) -ωμα]

-
ωριμάζω [orimázoΡ2.1α μππ. ωριμασμένος : 1. φτάνω σε ένα ανώτατο και κατάλληλο για κτ. στάδιο ανάπτυξης, εξέλιξης, τελείωσης κτλ.· γίνομαι ώριμος. α. (για καρπούς) γίνομαι, μεστώνω: Tα σύκα ωριμάζουν τον Aύγουστο. Ωρίμασαν τα στάχυα· καιρός ν΄ αρχίσει το θέρισμα. || Tυρί που ωριμάζει στη μούχλα. β. για άνθρωπο που ωριμάζει από πνευματική ή βιολογική άποψη: H γενιά μας ωρίμασε πολιτικά μέσα στο αντιδικτατορικό κίνημα. γ. για καταστάσεις, συνθήκες κτλ. που έχουν εξελιχθεί αρκετά, ώστε να γίνουν πρόσφορες, ευνοϊκές για κτ.: Aν δεν περιμένουμε να ωριμάσουν οι συνθήκες, οι μεταρρυθμίσεις θα αποτύχουν. 2. κάνω κπ. ώριμο: Οι περιπέτειες της οικογένειάς του τον ωρίμασαν πρόωρα.
[1α: ελνστ. ὡριμάζω· 1β, γ, 2: λόγ. σημδ. γαλλ. mûrir]

-

  1. ωριμάζω [orimázoγίνομαι 
  2. για άνθρωπο που ωριμάζει από πνευματική ή βιολογική άποψη
  3. για καταστάσεις, συνθήκες κτλ. που έχουν εξελιχθεί αρκετά, ώστε να γίνουν πρόσφορες, ευνοϊκές για κτ.

-

  1. το υποκείμενο περνά από μια κατάσταση ή ιδιότητα σε μια άλλη διαφορετική
  2. || (για πρόσ.) δημιουργούμαι, διαπλάθομαι
  3. για κτ. που, ύστερα από μια προετοιμασία ή διαδικασία, παίρνει οριστική μορφή, ετοιμάζεται
  4. δηλώνει κτ. που πραγματοποιείται
  5. δηλώνει κτ. που συμβαίνει
  6. δηλώνει μια κατάσταση που εκδηλώνεται, που δημιουργείται
  7. δηλώνει κτ. που δημιουργείται, που κατασκευάζεται για πρώτη φορά
  8. για κτ. που παράγεται ή γενικά προέρχεται από κτ. άλλο
  9. γίγνομαι 

-

-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

thinker

From Φ