postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology

clinical philosophy κλινική φιλοσοφία Filosofia clínica , scholar google "θεωρητικη ψυχολογια" "φιλοσοφικη ψυχολογια", scholar google "Theoretical philosophical psychology", postpsychology, metapsychology, ΜΕΤΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Μεταψυχολογία, POST Theoretical philosophical psychology, θεωρητικη φιλοσοφικη ψυχολογια, Theoretical philosophical psychology, φιλοσοφικη ψυχολογια, philosophical psychology, θεωρητικη ψυχολογια, Theoretical psychology, META Theoretical philosophical psychology, postΜΕΤΑpsychology, postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology, νοοόντι

scholar google

scholar google
  1. Μηχανή αναζήτησης ελληνικών ψηφιακών βιβλιοθηκών http://openarchives.gr/
  2. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (EAΔΔ) http://phdtheses.ekt.gr/eadd/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

love dance

From Φ

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

θεώρηση οργάνωση πρόγραμμα

θεώρηση οργάνωση πρόγραμμα


θεώρηση οργάνωση πρόγραμμα


"θεώρηση οργάνωση πρόγραμμα"

«αιστάνουμε»..

-

θεώρηση ανάλυση έρευνα μελέτη εξέταση κρίση

-

προσπαθώ-δοκιμάζω, κινώ έργα-ποιήματα, ώστε, να προγραμματιστώ, οργανωθώ [αυξημένως καλυτέρως περισσοτέρως ποιοτικοτέρως] και προηγουμένως-παραελθοντικώς, (σε παραελθόντα χρόνο και παραελθούσες στάσεις-περιστάσεις), έγινε-έλαβα, μερική θεώρηση-ανάλυση-επίγνωση-συνείδηση-ενΣυνΑίσθηση-επεξεργασία-εργασία-έργα-ποίηση-ποιήματα-ουργίες-δημιουργίες.

-



  1. θεώρηση 
  2. οργάνωση 
  3. πρόγραμμα


-

The English word theory was derived from a technical term in Ancient Greek philosophy. The word theoriaθεωρία, meant "a looking at, viewing, beholding", and referring to contemplation or speculation, as opposed to action.[1] Theory is especially often contrasted to "practice" (from Greek praxis, πρᾶξις) a Greek term for "doing", which is opposed to theory because theory involved no doing apart from itself.

-

Η αγγλική λέξη θεωρία προήλθε από ένας τεχνικός όρος που στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Η λέξη θεωρίας, θεωρία, σήμαινε «μια εξέταση, την προβολή, βλέποντας" και σύμφωνα με την περισυλλογή ή την κερδοσκοπία, και όχι στη δράση. [1] Η θεωρία είναι ιδιαίτερα συχνά σε αντίθεση με το "πρακτική" (από την ελληνική πράξη, πρᾶξις) ένας Έλληνας όρος για «να κάνει», η οποία είναι σε αντίθεση με τη θεωρία, διότι η θεωρία που εμπλέκονται δεν κάνει εκτός από τον εαυτό του.

-



  1. θεώρηση
  2. οργάνωση 
  3. Programma PROGRAMMA πρόγραμμα-προ νοία
'
προνοία, pronoia Πρόνοια Pronoia
'
θεώρηση: κάμε-ποία, ότι γουστάρεις-θες-επιθυμείς, ασυδότως-παντικώς-ελευθεροτάτως, και επειδή δεν θες να στεναχωριούντε-δυσαρεστούντε..
εάν νοείς ανοία-άνοια-πλήξη, κάμε το «καλό»: να ευραστούντε-φχαρισθιόντε τα όντα στοιχεία τού παντός..
κάμω το καλό επειδή έτσι αισθάνομαι-παραλόγως.. νομίζω-πιστεύω-γνωμίζω, ότι, είναι, αρμονικότερο-παντικότερο-θεϊκότερο-αλληλότερο-«καταλληλότερο»-ταιριαστότερο, να προσπαθώ, να δυναμώνω νοητικώς, ώστε-γιά να, κάμω το «καλό»..
το αφήνω γιά τον μέλλοντα χρόνο, το θέμα..
-

τα, ενδιαφέροντά μου, στοιχεία-θέματα, (χόμπιζ-hobiz), να τα τάξω-τακτοποιήσω-θέσω-διαθέσω-διατάξω, καλυτέρως-λογικοτέρως-με μειωμένο αίσθημα-μέτριο αίσθημα-μη υπέρμετρα-υπερβολικά αισθήματα-αίσθηση-«επιστημονικοτέρως»-στημονικοτέρως-στατοτέρως-ιστατοτέρως-οντοτέρως-ευοντοτέρως..

-



Your search - ευοντοτέρως - did not match any documents.
Suggestions:
  • Make sure all words are spelled correctly.
  • Try different keywords.
  • Try more general keywords.


-

ότι μ’ αρέσει, (τείνω-ρέω-ρέπω-έλκομαι-ωθούμαι-βαίνω-επιθυμώ-αναγκώ), να τεθει σε χρόνο, σε αξία-ποιότητα, σε σειρά..

-
θεωρία theory
κρίση θεώρηση ανάλυση έρευνα μελέτη εξέταση γενίκευση γένηση ποίηση έργαση έργο εργασία εύρεση
vision analysis research study examining crisis
νοητικό έργο, διαλογισμός, ενόραση, πρό«βλεψη», προνόηση-πρόνια-πρόνοια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

thinker

From Φ