postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology

clinical philosophy κλινική φιλοσοφία Filosofia clínica , scholar google "θεωρητικη ψυχολογια" "φιλοσοφικη ψυχολογια", scholar google "Theoretical philosophical psychology", postpsychology, metapsychology, ΜΕΤΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Μεταψυχολογία, POST Theoretical philosophical psychology, θεωρητικη φιλοσοφικη ψυχολογια, Theoretical philosophical psychology, φιλοσοφικη ψυχολογια, philosophical psychology, θεωρητικη ψυχολογια, Theoretical psychology, META Theoretical philosophical psychology, postΜΕΤΑpsychology, postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology, νοοόντι

scholar google

scholar google
  1. Μηχανή αναζήτησης ελληνικών ψηφιακών βιβλιοθηκών http://openarchives.gr/
  2. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (EAΔΔ) http://phdtheses.ekt.gr/eadd/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

love dance

From Φ

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

νοώ know now

-

νοώ know now 


-
http://www.youtube.com/watch?v=9qag48Ar6_U
-
νοώ
-

  1. νοώ - Βικιλεξικό

    el.wiktionary.org/wiki/νοώ - Cached - Translate this page
    νοώ. Από Βικιλεξικό. Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση ... Ελληνικά (el). [ ] Nuvola apps bookcase.png Ετυμολογία. νοώ < αρχαία ελληνική νοῶ (νοέω) ...
  2. νοώ - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

    www.greek-language.gr/.../search.html?...ν... - Cached - Translate this page
    νοώ [noó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ., στο γ' πρόσ.) : α.γίνεται νοητό, μπορεί κανείς να καταλάβει κτ.: Δε νοείται πολιτισμένο κράτος χωρίς οργά νω ση της ...
    YouYou shared this on Blogger · 31 Dec 2009
  3. νοώ - LOGOS - Universal Conjugator

    www.logosconjugator.org/mc/mel.php?... - Cached - Translate this page
    Language: Greek; Verb: νοώ. Translation · Context. ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ. Οριστική, Υποτακτική. νοώ · νά νοώ ... ΑΟΡΙΣΤΟΣ. Οριστική, Υποτακτική. ενόησα · νά νοήσω...
  4. νοώ - ορισμός του νοώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό

    el.thefreedictionary.com/νοώ - Cached - Translate this page
    Ορισμός του νοώ στο Ηλεκτρονικό Λεξικό.Η σημασία του νοώ... Πληροφορίες σχετικάνοώ στο δωρεάν ηλεκτρονικό αγγλικό λεξικό και την εγκυκλοπαίδεια.

-

νοώ

-

νοώ [noó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ., στο γ' πρόσ.) : α.γίνεται νοητό, μπορεί κανείς να καταλάβει κτ.: Δε νοείται πολιτισμένο κράτος χωρίς οργά νω ση της δημόσιας υγείας. (λόγ. έκφρ.) οίκοθεν* νοείται. ο νοών* νοείτω. β. εννοείται: Άφησε να νοηθεί ότι δεν έχει τέτοιες προθέσεις. Ως έγγραφο νοείται…, θεωρείται. (έκφρ.)ο καλώς / κακώς νοούμενος, ο (μη) ορθός, ο (μη) γνήσιος: Tο κακώς νοούμενο συμφέρον. || (ως ουσ.) το νοούμενο: (γραμμ.) σχήμα κατά το νοούμενο, σχήμα λόγου κατά το οποίο η σύνταξη δεν ακολουθεί το γραμματικό τύπο των λέξεων αλλά το νόημα, π.χ. «ο κόσμος χτίζει εκκλησιές».
[λόγ. < αρχ. νοῶ (ουσ.: ελνστ. νοούμενον `έννοια΄, μπε. του νοῶ)]
νοών ο [noón] Ο (βλ. Ε12β) : μόνο στη λόγια έκφραση ο ~ νοείτω, όποιος έχει μυαλό και καταλαβαίνει, ας καταλάβει αυτά που λέω, συνήθ. όταν υπαινίσσεται κάποιος ότι ο συνομιλητής του οφείλει να καταλάβει.
[λόγ. < αρχ. νοῶν, μεε. του νοῶ]

-

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΟριστικήΥποτακτική
νοώνά νοώ
νοείςνά νοείς
νοείνά νοεί
νοούμενά νοούμε
νοείτενά νοείτε
νοούννά νοούν

 
ΠροστακτικήΜετοχή
*νοώντας
* 

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
 
νοούσα
νοούσες
νοούσε
νοούσαμε
νοτούσατε
νοούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
ΕξακολουθητικόςΣτιγμιαίος
θά νοώθά νοήσω
θά νοείςθά νοήσεις
θά νοείθά νοήσει
θά νοούμεθά νοήσουμε
θά νοείτεθά νοήσετε
θά νοούνθά νοήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ
ΟριστικήΥποτακτική
ενόησανά νοήσω
ενόησεςνά νοήσεις
ενόησενά νοήσει
νοήσαμενά νοήσουμε
νοήσατενά νοήσετε
ενόησαννά νοήσουν

 
ΠροστακτικήΑπαρέμφατο
νόησενοήσει
νοήστε 

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
ΟριστικήΥποτακτική
έχω νοήσεινά έχω νοήσει
έχεις νοήσεινά έχεις νοήσει
έχει νοήσεινά έχει νοήσει
έχουμε νοήσεινά έχουμε νοήσει
έχετε νοήσεινά έχετε νοήσει
έχουν νοήσεινά έχουν νοήσει

 
Μετοχή
*

ΡLUΠΑ_
ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
είχα νοήσει
είχες νοήσει
είχε νοήσει
είχαμε νοήσει
είχατε νοήσει
είχαν νοήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
νά έχω νοήσει
νά έχεις νοήσει
νά έχει νοήσει
νά έχουμε νοήσει
νά έχετε νοήσει
νά έχουν νοήσει

-

-
αντιλαμβάνομαι με το νου, καταλαβαίνω
(γενικότερα) κάνω με το νου συλλογισμούς με βάση τα εκάστοτε δεδομένα
σκέφτομαι, στοχάζομαι, συλλογίζομαι
-
γίνεται νοητό, μπορεί κανείς να καταλάβει κτ, 
εννοείται
νοείται
θεωρείται
νοούμενο
νοῶ (ουσ.: ελνστ. νοούμενον `έννοια΄, μπε. του νοῶ)
-
now
-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

thinker

From Φ