-
-
http://www.youtube.com/watch?v=9qag48Ar6_U
-
νοώ
-
-
[
[
[
[
[
[
[
-
-
-
-
αντιλαμβάνομαι με το νου, καταλαβαίνω
(γενικότερα) κάνω με το νου συλλογισμούς με βάση τα εκάστοτε δεδομένα
σκέφτομαι, στοχάζομαι, συλλογίζομαι
-
γίνεται νοητό, μπορεί κανείς να καταλάβει κτ,
εννοείται
νοείται
θεωρείται
νοούμενο
νοῶ (ουσ.: ελνστ. νοούμενον `έννοια΄, μπε. του νοῶ)
-
now
-
νοώ know now
-
http://www.youtube.com/watch?v=9qag48Ar6_U
-
νοώ
-
νοώ - Βικιλεξικό
el.wiktionary.org/wiki/νοώ - Cached - Translate this pageνοώ. Από Βικιλεξικό. Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση ... Ελληνικά (el). [ ] Nuvola apps bookcase.png Ετυμολογία. νοώ < αρχαία ελληνική νοῶ (νοέω) ...νοώ - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
www.greek-language.gr/.../search.html?...ν... - Cached - Translate this pageνοώ [noó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ., στο γ' πρόσ.) : α.γίνεται νοητό, μπορεί κανείς να καταλάβει κτ.: Δε νοείται πολιτισμένο κράτος χωρίς οργά νω ση της ...You shared this on Blogger · 31 Dec 2009 νοώ - LOGOS - Universal Conjugator
www.logosconjugator.org/mc/mel.php?... - Cached - Translate this pageLanguage: Greek; Verb: νοώ. Translation · Context. ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ. Οριστική, Υποτακτική. νοώ · νά νοώ ... ΑΟΡΙΣΤΟΣ. Οριστική, Υποτακτική. ενόησα · νά νοήσω...νοώ - ορισμός του νοώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
el.thefreedictionary.com/νοώ - Cached - Translate this pageΟρισμός του νοώ στο Ηλεκτρονικό Λεξικό.Η σημασία του νοώ. ... Πληροφορίες σχετικάνοώ στο δωρεάν ηλεκτρονικό αγγλικό λεξικό και την εγκυκλοπαίδεια.
-
νοώ
Πίνακας περιεχομένων[Απόκρυψη] |
[
]
Ελληνικά (el)
[
]
Ετυμολογία
- νοώ < αρχαία ελληνική νοῶ (νοέω)
[
]
Προφορά
[
]
Ρήμα
νοώ, παθητικό: νοούμαι
- αντιλαμβάνομαι με το νου
- (γενικότερα) κάνω με το νου συλλογισμούς με βάση τα εκάστοτε δεδομένα
[
]
[
]
Σύνθετα
[
]
Μεταφράσεις
- νοώ [noó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ., στο γ' πρόσ.) : α.γίνεται νοητό, μπορεί κανείς να καταλάβει κτ.: Δε νοείται πολιτισμένο κράτος χωρίς οργά νω ση της δημόσιας υγείας. (λόγ. έκφρ.) οίκοθεν* νοείται. ο νοών* νοείτω. β. εννοείται: Άφησε να νοηθεί ότι δεν έχει τέτοιες προθέσεις. Ως έγγραφο νοείται
, θεωρείται. (έκφρ.)ο καλώς / κακώς νοούμενος, ο (μη) ορθός, ο (μη) γνήσιος: Tο κακώς νοούμενο συμφέρον. || (ως ουσ.) το νοούμενο: (γραμμ.) σχήμα κατά το νοούμενο, σχήμα λόγου κατά το οποίο η σύνταξη δεν ακολουθεί το γραμματικό τύπο των λέξεων αλλά το νόημα, π.χ. «ο κόσμος χτίζει εκκλησιές».[λόγ. < αρχ. νοῶ (ουσ.: ελνστ. νοούμενον `έννοια΄, μπε. του νοῶ)]
- νοών ο [noón] Ο (βλ. Ε12β) : μόνο στη λόγια έκφραση ο ~ νοείτω, όποιος έχει μυαλό και καταλαβαίνει, ας καταλάβει αυτά που λέω, συνήθ. όταν υπαινίσσεται κάποιος ότι ο συνομιλητής του οφείλει να καταλάβει.[λόγ. < αρχ. νοῶν, μεε. του νοῶ]
-
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ |
|
|
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ |
|
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ |
|
ΑΟΡΙΣΤΟΣ |
|
|
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ |
|
|
ΡLUΠΑ_ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ |
|
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ |
|
-
-
αντιλαμβάνομαι με το νου, καταλαβαίνω
(γενικότερα) κάνω με το νου συλλογισμούς με βάση τα εκάστοτε δεδομένα
σκέφτομαι, στοχάζομαι, συλλογίζομαι
-
γίνεται νοητό, μπορεί κανείς να καταλάβει κτ,
εννοείται
νοείται
θεωρείται
νοούμενο
νοῶ (ουσ.: ελνστ. νοούμενον `έννοια΄, μπε. του νοῶ)
-
now
-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου