-
Ορισμός νοήματος πορνογραφιas
Ορισμός του πορνογραφικού υλικού
-
-
Με τον όρο πορνογραφία ή πορνό αναφερόμαστε
εν γένει στην αναπαράσταση σεξουαλικών πράξεων, λεκτικά ή μέσω εικόνων, με υπερβολικό τονισμό των γενετήσιων στοιχείων και με κύριο σκοπό την σεξουαλική διέγερση του ατόμου.
Ο ακριβής ορισμός της πορνογραφίας είναι στην πραγματικότητα αρκετά δύσκολος και δεν υπάρχει συνήθως καθολική συμφωνία ως προς το χαρακτηρισμό ενός έργου ως πορνογραφικού.
Επιπλέον, τα όρια της πορνογραφίας διαφέρουν όταν εξετάζονται στα πλαίσια διαφορετικών πολιτισμών ή/και εποχών.
Ο όρος αποτελεί αναχρονισμό όταν εφαρμόζεται σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους. Η λέξη πορνογράφος απαντάται μία φορά σε κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, στο έργο του Αθήναιου Δειπνοσοφισταί (περ. 2ος αι.), όπου φαίνεται να χρησιμοποιείται από τον Αθήναιο για να περιγράψει ζωγράφους που αναπαράστησαν πόρνες στα έργα τους[1].
Με τη σημασία που αποδίδεται σήμερα, ο όρος εφευρέθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και αρχικά χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή ερωτικών τοιχογραφιών που βρέθηκαν στα ερείπια της Πομπηίας[2].
η εν γένει αναπαράσταση γενετήσιΩΝ «σεξουαλικών» πράξεων, λεκτικά ή μέσω εικόνων,
με υπερβολικό τονισμό των !γενετήσιων! !στοιχείων!
με κύριο σκοπό την γενετήσιΑ «σεξουαλική» διέγερση
γενετήσιΑ ΣΤΟΙΧεία, γενετήσια πράγματα, γενετήσια ύλη
γενικό γαμήσι
γενική νόηση
γωνία γόνος
γενω
γίνεται
γένηση
όταν
μην κοινοποιείς την γενησης διαδικασία έργα ποίηση κάμωμα ουργίες
ιερό άγιο σοφό μύστωση.. παντικο θεϊκό..
πράξη αίσθημα νόηση
τρόπος ύφος στυλ νοοτροπία έθος ήθος «έθιμο»
’αγριο σκληρό εχθρικό μεΜήσος mitsoz γαμησι γάμος ένωση ενποίηση γένημα ποίμα
ατομική ηδονή ευαρέκεια πολύ έντονη με εναντίον των λοιπών στοιχείων τού παντός
άνευ φιλικότητας,αίσθησης φιλίας,φιλικής αίσθησης, αισθανόμενης από τούς γαμιέδες-ποιητές εργάτες-ουργούς, γιά τα λοιπά στοιχεία τού παντός-ορούμενους-λήπτες..
υπερεγωισμός-υπερανασφάλια-υπερσύνχυση
γαμήσι με κακή νόηση-αισθήματα..
φάκιν με ολιγοδυνατή νόηση-αίσθηση
έρως παν θεός
κακογαμήσι κακογένηση..
κακοένωση-κακομηδένωση-κακοουδετέρωση..
-
γονος γενεά
-
Η πορνογραφία είναι για την υγεία του νου
-
ωριμάζω [orimázo] γίνομαι
για άνθρωπο που ωριμάζει από πνευματική ή βιολογική άποψη
για καταστάσεις, συνθήκες κτλ. που έχουν εξελιχθεί αρκετά, ώστε να γίνουν πρόσφορες, ευνοϊκές για κτ.
-
το υποκείμενο περνά από μια κατάσταση ή ιδιότητα σε μια άλλη διαφορετική
|| (για πρόσ.) δημιουργούμαι, διαπλάθομαι
για κτ. που, ύστερα από μια προετοιμασία ή διαδικασία, παίρνει οριστική μορφή, ετοιμάζεται
δηλώνει κτ. που πραγματοποιείται
δηλώνει κτ. που συμβαίνει
δηλώνει μια κατάσταση που εκδηλώνεται, που δημιουργείται
δηλώνει κτ. που δημιουργείται, που κατασκευάζεται για πρώτη φορά
για κτ. που παράγεται ή γενικά προέρχεται από κτ. άλλο
γίγνομαι
-
3. (.) δημιουργώ, προκαλώ
: Mεταξύ τους γεννήθηκε αμοιβαία συμπάθεια. Οι ιδεολογίες γεννιούνται μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες. H στάση του μου γέννησε πολλά ερωτήματα. Mου γεννήθηκε η υποψία ότι Tου γεννήθηκε το ενδιαφέρον για τα νέα κοινωνικά κινήματα.
ΦΡ το μυαλό του (δε) γεννά, (δεν) είναι επινοητικός, εφευρετικός.
[αρχ. γεννῶ]
-
φέρνω στον κόσμο
Tον ξέρω σαν να τον γέννησα, τον ξέρω πολύ καλά, ξέρω καλά το χαρακτήρα του.
έχω την προδιάθεση, την ικανότητα για κτ.
δημιουργώ, προκαλώ
-
-
η αρχή, η δημιουργία, η εμφάνιση
το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει η κατασκευή ή η χρήση
γέννησις
-
|| το άτομο που γεννιέται
|| το στοιχείο που γεννιέται
|| το ότι οποίο γεννιέται
-
[ελνστ. γίνομαι < αρχ. γίγνομαι]
-
γινόμενο το [jinómeno] Ο40 : (.)
το αποτέλεσμα της πράξης του πολλαπλασιασμού· το εξαγόμενο του πολλαπλασιασμού: Mερικό ~. [λόγ. < ελνστ. γινόμενον ουσιαστικοπ. ουδ. της μπε. του ελνστ. ρ. γίνομαι, αρχ. γίγνομαι]
-
-
πλασιασμού
-
γινωμένο
-
Με τον όρο πορνογραφία ή πορνό αναφερόμαστε εν γένει στην αναπαράσταση σεξουαλικών πράξεων, λεκτικά ή μέσω εικόνων, με υπερβολικό τονισμό των γενετήσιων στοιχείων και με κύριο σκοπό την σεξουαλική διέγερση του ατόμου. Ο ακριβής ορισμός της πορνογραφίας είναι στην πραγματικότητα αρκετά δύσκολος και δεν υπάρχει συνήθως καθολική συμφωνία ως προς το χαρακτηρισμό ενός έργου ως πορνογραφικού. Επιπλέον, τα όρια της πορνογραφίας διαφέρουν όταν εξετάζονται στα πλαίσια διαφορετικών πολιτισμών ή/και εποχών. Ο όρος αποτελεί αναχρονισμό όταν εφαρμόζεται σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους. Η λέξη πορνογράφος απαντάται μία φορά σε κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, στο έργο του Αθήναιου Δειπνοσοφισταί (περ. 2ος αι.), όπου φαίνεται να χρησιμοποιείται από τον Αθήναιο για να περιγράψει ζωγράφους που αναπαράστησαν πόρνες στα έργα τους[1]. Με τη σημασία που αποδίδεται σήμερα, ο όρος εφευρέθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και αρχικά χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή ερωτικών τοιχογραφιών που βρέθηκαν στα ερείπια της Πομπηίας[2].
-
What is pornography?
What is Pornology?
“American courts have not yet settled on a satisfactory definition of what constitutes pornographic material”
απουσία διεθνούς λειτουργικού ορισμού πορνογραφικού υλικού
American courts have not yet settled in a satisfactory definition of what constitutes pornography
American courts have not yet settled on a satisfactory definition of what constitutes pornographic material.
-
-
Η λέξη απαντάται μία φορά σε κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, στο έργο του Αθήναιου Δειπνοσοφισταί (περ. 2ος αι.), όπου φαίνεται να χρησιμοποιείται από τον Αθήναιο για να περιγράψει ζωγράφους που αναπαράστησαν πόρνες στα έργα τους[1].
-
έργο Αθήναιου Δειπνοσοφισταί (περ. 2ος αι.),
ζωγράφοι που αναπαράστησαν πόρνες
-
Ορισμός νοήματος πορνογραφιas
Ορισμός του πορνογραφικού υλικού
-
![]() |
Pornology πορνολογία pornologia Pornologia πορνογραφία pornography |
![]() |
Pornology πορνολογία pornologia Pornologia πορνογραφία pornography |
![]() |
Pornology πορνολογία pornologia Pornologia πορνογραφία pornography |
![]() |
Pornology πορνολογία pornologia Pornologia πορνογραφία pornography |
![]() |
Pornology πορνολογία pornologia Pornologia πορνογραφία pornography |
![]() |
Pornology πορνολογία pornologia Pornologia πορνογραφία pornography |
-
Με τον όρο πορνογραφία ή πορνό αναφερόμαστε
εν γένει στην αναπαράσταση σεξουαλικών πράξεων, λεκτικά ή μέσω εικόνων, με υπερβολικό τονισμό των γενετήσιων στοιχείων και με κύριο σκοπό την σεξουαλική διέγερση του ατόμου.
Ο ακριβής ορισμός της πορνογραφίας είναι στην πραγματικότητα αρκετά δύσκολος και δεν υπάρχει συνήθως καθολική συμφωνία ως προς το χαρακτηρισμό ενός έργου ως πορνογραφικού.
Επιπλέον, τα όρια της πορνογραφίας διαφέρουν όταν εξετάζονται στα πλαίσια διαφορετικών πολιτισμών ή/και εποχών.
Ο όρος αποτελεί αναχρονισμό όταν εφαρμόζεται σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους. Η λέξη πορνογράφος απαντάται μία φορά σε κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, στο έργο του Αθήναιου Δειπνοσοφισταί (περ. 2ος αι.), όπου φαίνεται να χρησιμοποιείται από τον Αθήναιο για να περιγράψει ζωγράφους που αναπαράστησαν πόρνες στα έργα τους[1].
Με τη σημασία που αποδίδεται σήμερα, ο όρος εφευρέθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και αρχικά χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή ερωτικών τοιχογραφιών που βρέθηκαν στα ερείπια της Πομπηίας[2].
η εν γένει αναπαράσταση γενετήσιΩΝ «σεξουαλικών» πράξεων, λεκτικά ή μέσω εικόνων,
με υπερβολικό τονισμό των !γενετήσιων! !στοιχείων!
με κύριο σκοπό την γενετήσιΑ «σεξουαλική» διέγερση
γενετήσιΑ ΣΤΟΙΧεία, γενετήσια πράγματα, γενετήσια ύλη
γενικό γαμήσι
γενική νόηση
γωνία γόνος
γενω
γίνεται
γένηση
όταν
μην κοινοποιείς την γενησης διαδικασία έργα ποίηση κάμωμα ουργίες
ιερό άγιο σοφό μύστωση.. παντικο θεϊκό..
πράξη αίσθημα νόηση
τρόπος ύφος στυλ νοοτροπία έθος ήθος «έθιμο»
’αγριο σκληρό εχθρικό μεΜήσος mitsoz γαμησι γάμος ένωση ενποίηση γένημα ποίμα
ατομική ηδονή ευαρέκεια πολύ έντονη με εναντίον των λοιπών στοιχείων τού παντός
άνευ φιλικότητας,αίσθησης φιλίας,φιλικής αίσθησης, αισθανόμενης από τούς γαμιέδες-ποιητές εργάτες-ουργούς, γιά τα λοιπά στοιχεία τού παντός-ορούμενους-λήπτες..
υπερεγωισμός-υπερανασφάλια-υπερσύνχυση
γαμήσι με κακή νόηση-αισθήματα..
φάκιν με ολιγοδυνατή νόηση-αίσθηση
έρως παν θεός
κακογαμήσι κακογένηση..
κακοένωση-κακομηδένωση-κακοουδετέρωση..
-
γονος γενεά
-
Η πορνογραφία είναι για την υγεία του νου
-
ωριμάζω [orimázo] γίνομαι
για άνθρωπο που ωριμάζει από πνευματική ή βιολογική άποψη
για καταστάσεις, συνθήκες κτλ. που έχουν εξελιχθεί αρκετά, ώστε να γίνουν πρόσφορες, ευνοϊκές για κτ.
-
το υποκείμενο περνά από μια κατάσταση ή ιδιότητα σε μια άλλη διαφορετική
|| (για πρόσ.) δημιουργούμαι, διαπλάθομαι
για κτ. που, ύστερα από μια προετοιμασία ή διαδικασία, παίρνει οριστική μορφή, ετοιμάζεται
δηλώνει κτ. που πραγματοποιείται
δηλώνει κτ. που συμβαίνει
δηλώνει μια κατάσταση που εκδηλώνεται, που δημιουργείται
δηλώνει κτ. που δημιουργείται, που κατασκευάζεται για πρώτη φορά
για κτ. που παράγεται ή γενικά προέρχεται από κτ. άλλο
γίγνομαι
-
3. (.) δημιουργώ, προκαλώ
: Mεταξύ τους γεννήθηκε αμοιβαία συμπάθεια. Οι ιδεολογίες γεννιούνται μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες. H στάση του μου γέννησε πολλά ερωτήματα. Mου γεννήθηκε η υποψία ότι Tου γεννήθηκε το ενδιαφέρον για τα νέα κοινωνικά κινήματα.
ΦΡ το μυαλό του (δε) γεννά, (δεν) είναι επινοητικός, εφευρετικός.
[αρχ. γεννῶ]
-
φέρνω στον κόσμο
Tον ξέρω σαν να τον γέννησα, τον ξέρω πολύ καλά, ξέρω καλά το χαρακτήρα του.
έχω την προδιάθεση, την ικανότητα για κτ.
δημιουργώ, προκαλώ
-
-
η αρχή, η δημιουργία, η εμφάνιση
το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει η κατασκευή ή η χρήση
γέννησις
-
|| το άτομο που γεννιέται
|| το στοιχείο που γεννιέται
|| το ότι οποίο γεννιέται
-
[ελνστ. γίνομαι < αρχ. γίγνομαι]
-
γινόμενο το [jinómeno] Ο40 : (.)
το αποτέλεσμα της πράξης του πολλαπλασιασμού· το εξαγόμενο του πολλαπλασιασμού: Mερικό ~. [λόγ. < ελνστ. γινόμενον ουσιαστικοπ. ουδ. της μπε. του ελνστ. ρ. γίνομαι, αρχ. γίγνομαι]
-
-
πλασιασμού
-
γινωμένο
-
Με τον όρο πορνογραφία ή πορνό αναφερόμαστε εν γένει στην αναπαράσταση σεξουαλικών πράξεων, λεκτικά ή μέσω εικόνων, με υπερβολικό τονισμό των γενετήσιων στοιχείων και με κύριο σκοπό την σεξουαλική διέγερση του ατόμου. Ο ακριβής ορισμός της πορνογραφίας είναι στην πραγματικότητα αρκετά δύσκολος και δεν υπάρχει συνήθως καθολική συμφωνία ως προς το χαρακτηρισμό ενός έργου ως πορνογραφικού. Επιπλέον, τα όρια της πορνογραφίας διαφέρουν όταν εξετάζονται στα πλαίσια διαφορετικών πολιτισμών ή/και εποχών. Ο όρος αποτελεί αναχρονισμό όταν εφαρμόζεται σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους. Η λέξη πορνογράφος απαντάται μία φορά σε κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, στο έργο του Αθήναιου Δειπνοσοφισταί (περ. 2ος αι.), όπου φαίνεται να χρησιμοποιείται από τον Αθήναιο για να περιγράψει ζωγράφους που αναπαράστησαν πόρνες στα έργα τους[1]. Με τη σημασία που αποδίδεται σήμερα, ο όρος εφευρέθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και αρχικά χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή ερωτικών τοιχογραφιών που βρέθηκαν στα ερείπια της Πομπηίας[2].
-
What is pornography?
What is Pornology?
“American courts have not yet settled on a satisfactory definition of what constitutes pornographic material”
απουσία διεθνούς λειτουργικού ορισμού πορνογραφικού υλικού
American courts have not yet settled in a satisfactory definition of what constitutes pornography
American courts have not yet settled on a satisfactory definition of what constitutes pornographic material.
-
-
Η λέξη απαντάται μία φορά σε κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, στο έργο του Αθήναιου Δειπνοσοφισταί (περ. 2ος αι.), όπου φαίνεται να χρησιμοποιείται από τον Αθήναιο για να περιγράψει ζωγράφους που αναπαράστησαν πόρνες στα έργα τους[1].
-
έργο Αθήναιου Δειπνοσοφισταί (περ. 2ος αι.),
ζωγράφοι που αναπαράστησαν πόρνες
-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου