postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology

clinical philosophy κλινική φιλοσοφία Filosofia clínica , scholar google "θεωρητικη ψυχολογια" "φιλοσοφικη ψυχολογια", scholar google "Theoretical philosophical psychology", postpsychology, metapsychology, ΜΕΤΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Μεταψυχολογία, POST Theoretical philosophical psychology, θεωρητικη φιλοσοφικη ψυχολογια, Theoretical philosophical psychology, φιλοσοφικη ψυχολογια, philosophical psychology, θεωρητικη ψυχολογια, Theoretical psychology, META Theoretical philosophical psychology, postΜΕΤΑpsychology, postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology, νοοόντι

scholar google

scholar google
  1. Μηχανή αναζήτησης ελληνικών ψηφιακών βιβλιοθηκών http://openarchives.gr/
  2. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (EAΔΔ) http://phdtheses.ekt.gr/eadd/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

love dance

From Φ

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

τί γίνεται; jínome

περνά από μια κατάσταση ή ιδιότητα σε μια άλλη διαφορετική
περνά από στάση σε άλλη
αλλαγή
δημιουργούμαι, διαπλάθομαι
ποίημα ποίηση κάμωμα

ύστερα από μια προετοιμασία ή διαδικασία, παίρνει οριστική μορφή, ετοιμάζεται
ποιήται

«πραγματοποιείται»

τί γίνομαι;
κάτι
Τι γίνεται μετά τον θάνατο;
ζωή

Δείτε τι γίνεται στην Aφρική αυτές τις μέρες για να θυμηθείτε τι εστί φρίκη κακό στεναχώρια.

είμαι πολύ καλύτερα, (σε πολύ καλύτερα στοιχεία περίστασης-στάσης, από την υπερκατάθλιψη, αφρική, φυλακές, σωφρονυστήρια, αναμορφωτήρια, νοσοκομεία, θεραπευτήρια, υγειαντήρια, αρρώστιες, ασθένειες) και εσείς..

πάντοτε υποάρχουν-ίσταντε-είναι, χειρότερες στάσεις συνΚρίνοντας με όποια (περίσταση) είμαστε! ναι..°

skατά νιώθω.
αισθάνομαι αισθήματα δυσάρεστα.
αισθάνομαι δυσαρέσκεια-στεναχώρια.
από τί; αιτίας τίνος; εξ αιτίας ποίας;
δεν ξέρω, δεν έχω γνώμη.
πιθανολογώ-πιστεύω, από ότι έγιναν, (γνωμίζω ότι έγιναν), με τούς ανθρώπους, γενικοτέρως και ειδικοτέρως, ΠΡΟΣΦΑΤΩΣ, (ΠΡΙΝ ΟΛΙΓΕΣ ΗΜΕΡΕΣ), με ανθρώπους, τού κ.π.α. 2 κερατσινίου-δραπετσώνας τού ο.α.ε.δ. και με το κ.ε.κ. κέντρο επαγγελματικής κατάρτισης [: ΔΕΝ ΔίΔΟΥΝ ΤΑ ΝόΜΙΜΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΟΥ ΝΑ ΤΑ ΛΑΥΣΩ-λάβω-απολάβω-απολαύσω, νομίμως]..
ΜΟΥ ΑΦΑΙΡΟΥΝ ΤΑ ΝΟΜΙΜΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΟΥ
ΜΕ ΔΥΣΚΟΛΕΥΟΥΝ ΝΑ ΛΑΒΩ ΤΑ ΝΟΜΙΜΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΟΥ

Και με το facebook, (με τις παρανομίες του), αισθάνομαι αρνητικά αισθήματα-στεναχώρια-δυσαρέσκια και με όποιον συνέδρασε-συνέπραξε-συνεργάστηκε, ώστε, να μού καταργίσει-καταστρέψει-διακόψει-απενεργοποιήσει-βλάψει-σταματήσει-χαλάσει, χώρους στο facebook: pages profile σελίδες λογαριάσεις λογαριασμούς ομάδες groups, χιλιάδες στοιχεία: λέξεις εικόνες βίντεος ήχοι, ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΚΑΛΟΣΥΝΑΤΕΣ ΑΞΙΕΣ ΠΟΙΟΤΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ..

οι ψευδοαγανακτισμένοι στο σύνταγμα (πλατεία), είναι ύποπτοι-πιθανώς παράνομοι..

και από το πρωτοδικείο πειραιωτών, αισθάνομαι, κακό αίσθημα, μα και γενικοτέρως από ανθρώπους παρανομούντες αντικανονικούς αντιομαδικούς αντικοινωνικούς, σε ιδιωτικό και σε δημόσιο μέρος-ΤΟΜΕΑ ΕΡΓΩΝ-εργασιών, ολούθε..
οι άνθρωποι ποιούν ποιήματα με κακοσυνήθει νοία μη νομιμοήθει νομικοήθει μη καλόηθει μη καλοσυνήθει, σε πλήθος 96,66%, διανθρωπίνως-διαεθνώς

ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ ΕΓΩ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΕΠΕΙΔΗ ΕΠΡΑΞΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ-ΕΞΟΧΑ-ΕΞΟΧΩΣ-ΠΟΙΟΤΙΚΩΣ, ΣΕ ΒΑΘΜΟ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟ, ΗΤΑΝ ΚΑΛΟ-ΑΡΜΟΝΙΚΟ, ΝΑ ΜΕΙΩΘΕΙ ΑΥΤΗ Η ΔΡΑΣΗ-ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ: στο παν, ας μην είναι-ίστατο-υποάρχουν εξοχές-εσοχές και ας είναι, μόνον οχές, ουδετέρως!
ουδετέρα απλήν ισσοροπία-ισσοροή-ισοτάση-ισότητα: ομαλότις..

ευδιαθεσία ζωηρότης ζωντάνια φύα κέφι κέρδος γαλήνη ικανοποίηση

ο δυνατότερος θα σταθεί καλυτέρως τού ολιγοτεροδυνατώτερου νοώς..°

γενόμενοι-ποιούμενοι, δηλαδή όντας-ιστάμενοι, βρέφοι-παιδιά, έχουμε στάση-θέση-φάση-τάση-ροή-ροπή-νόηση-αίσθηση-αισθήματα-νοοτροπία, γιά αλλαλούμ-γενίκευση-αντιειδίκευση-μωρία-αταξία-ολιγοτερηταξία-αλογική-μη αρμονοία νοία σε ειδικότερα θέματα-μέρη τομείς, δηλαδή, ίμαστε, σε στάση-περίσταση κακότερη δυσκολίας ειδίκευσης δυσκολία λεπτότητας λέπτυνσης και μετά όντας ενήλικες με περισσότερα έτη ζωής-βίου (από όσην είναι-έχουν τα βρέφη), αισθανόμαστε δυσκολία να ειδικεύσουμε να ειδικευθούμε να πράξουμε λεπτότερα-ειδικότερα έργα-ποιήματα-ουργήμτα και γίνοντε αίσχη κολάσεις φρίκες τυρανοίες βάσανα δυσαρέσκειες δυστυχίες δυστασίες στενοχώριες..

συνπέρασμα;

επικοινωνοία με τον εναυτόν με τον υπεραισθηματικό με τον αισθηματικό νου με το μέρος τού ενκεφάλου το οποίο μόνον αισθάνεται, αυτοεπικοινωνοία νοία τού λογικότερου-συνειδητότερου μέρους τού μυελού, με το αισθηματικότερο μέρος τού μυελού..

μνήμη γνώμη, μνημόνευση-θύμηση της ιδέας ότι, το παν-θεός, γνωρίζει την πανοία-την αρμονοία, καλυτέρως-ποιοτικοτέρως-αξιοτέρως-σωστοτέρως-ηθικοτέρως-αρετοτέρως, εν σχέση-εν συγκρίσει-συγκρίνοντας με εμάς τα υποκειμενικότερα-μερικοτέρα μυελά-νώες, δηλαδή, το παν ξέρει καλύτερα από εμάς, ότι είναι καλύτερο-αρμονοικότερο, γιά εμάς και γιά το λοιπό παν..

πώς μπορείς-ώ, να στεναχωριέμαι-δυστυχώ-δυσαρεστούμε, αφού συνάνθρωποι και λοιπά ζώα αισθάνοντε πάρα πολύ χειρότερη-περισσότερη δυσαρέσκια-στενοχώρια; πιθανώς να απατόμαι-λανθάνω-κοροϊδεύομαι, άρα να ξεμπερδευτώ-ξεκοροϊδευθώ, καλώσω-ενξυπνήσω..

μίλα με εμένα (εναυτέ δημητράκι) γλυκά φιλικά μαλακά καλοσυνάτα σιγανά αργά αβίαστα (περισσότερο από ότι συχνοτέρως-«συνήθως»).. περιέγραφε-περιλέγε, ότι καταλαβαίνεις: τα πράγματα-ύλες-αντικείμενα και τις διαδικασίες-ενέργειες-έργα..

πλύσιμο πιάτων-καθαρισμός κάθαρση αντικειμένων διαθρέψης διατροφής

οδόντων στόματος στοματικού χώρου χώρος στόματος κάθαρση-πλύνση
σώματος κορμιού κάθαρσις

ασχολία με πρόγραμμα και με οργάνωση και με θεώρηση (σύνσκεψη ανάσκεψη ξανάσκεψη ξαναέλεγχο ξαναθεώρηση )

από μικρός (νεαρός όντας με ολιγότερα έτη ζωής-βίου ενπειρίας), νοούσα χειρότερα, νοούσα κακά υποσυνειδήτως (δεν ήμουν λογικός σε ικανοποιητικό αρκετό ευάρεστο εύχαρο βαθμό ποιότητος), 
δηλαδή, ήμουν κακός δηλαδή, το μυαλό μου, εργούσε κακά έργα δυσαρμονοικά έργα ποιήματα.

κάνpote, στεναχωρέθηκα τόσο, (σε βαθμό, πολύ εντονότερα από πρίν-παρελθοντικοτέρως, όσο, να πεθάνω αφού, δεν αισθανόμουν τάση-όρεξη, προς βρώσην-τροφή-θρέψη, [όρεξη να φάω]) και από τότε, (όταν αισθανόμουν ακριβώς ή περίπου-σχεδόν, κατάθλιψη θλίψη στεναχώρια δυσαρέσκεια, πολύ αυξημένη πολύ μεγάλη δυστυχία φόβο τρόμα αλλόκοτα παράξενα απεγνωσμένα σκατά κακά χάλια, πολύ δυσάρεστα αισθήματα και εφιάλτες ενοχές τύψεις, αυτοεναντίωση), καλυτέρευσα-βελτιώθηκα..

αισθανόμουν ότι είμαι χύμα με τυχαία μοιραία ζωή, ότι ζω χωρίς αρκετό αυτοέλεγχο (σχεδόν μηδέν αυτοέλεχο [βαθμό]) και ότι είμαι ΕΠΙΚΥΝΔΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΝΑΥΤΟ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΥΣ, κίνδυνος εναντίον των στοιχείων τού πανδός..

ήταν σε τέτοιον τόσον βαθμόν, ώστεν να το έχω υπόψη-κατά νού στο μυελό μου, συνεχώς- διαρκώς,

έκανα μαλακίες και στεναχωρέθηκα (γιά 2 έτη περίπου) και μετανόησα, βελτιώθηκα




γίνομαι [jínome] Ρ αόρ. έγινα και (οικ., σπάν.) γίνηκα, απαρέμφ. γίνει και (οικ., σπάν.) γενεί, μππ. γινωμένος* : I1. ως γενικό συνώνυμο ρημάτων που δηλώνουν με μεγαλύτερη ακρίβεια ότι το υποκείμενο περνά από μια κατάσταση ή ιδιότητα σε μια άλλη διαφορετική: Έγινε γιατρός / δικηγόρος / υπουργός. Aυτός θα γίνει μεγάλος άνθρωπος. Γίναμε πια δύο ξένοι. Έγινα έξαλλος. Tι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;, τι επάγγελμα, τι κλάδο θα ακολουθήσεις; H κατάσταση έγινε πολύ δύσκολη. Tο σπίτι του έγινε ερείπιο. Ο Γιάννης έγινε αρλεκίνος, μεταμφιέστηκε σε… H Mαρία έγινε καλά, γιατρεύτηκε. Θα γίνεις γυναίκα μου, θα σε παντρευτώ. || Έγινε σαν φλουρί / σαν κερί, κιτρίνισε. || (για πρόσ.) δημιουργούμαι, διαπλάθομαι: Ο καλλιτέχνης γεννιέται, δε γίνεται. || με κατηγορούμενο κυρίως ουσιαστικό σχηματίζει φράσεις, εκφράσεις ή περιφράσεις, με τις οποίες αποδίδεται στο υποκείμενο μια χαρακτηριστική ιδιότητα του ουσιαστικού: το αίμα* νερό δε γίνεται. ~ χαλί* να με πατήσεις. ~ βαπόρι*. ~ μπουρλότο*. ~ μπαρούτι*. ~ θηρίο* (ανήμερο). ~ θέατρο*. ~ (δημόσιο) θέαμα*. ~ νούμερο*. ~ ρεζίλι* / ρεντίκολο*. ~ βάρος* σε κπ. ~ θυσία*. ~ κομμάτια* για κπ. ~ καπνός*. ~ σκυλί*. ~ Tούρκος*. ~ περδίκι*. ~ πατίνι* / ποδήλατο*. ~ άνθρωπος*. ~ άλλος άνθρωπος*. ~ πετσί και κόκαλο*. γινόμαστε με κπ. από δυο χωριά* (χωριάτες). ~ μπίλιες*. ~ μπίλιες* με κπ. ~ πτώμα*. ~ λαγός*. ~ Λούης*. ~ έξω φρενών*. ~ πυρ* και μανία. ~ άνω* κάτω. ~ κουρέλι*. ~ παντζάρι* / (κόκκινος σαν) παπαρούνα*. ~ σταφίδα*. ~ λούτσα*. ~ λιώμα* / στουπί* / τύφλα* / σκνίπα* / τάπα* (στο μεθύσι). γίναμε μαλλιά* κουβάρια (με κπ.). γίναμε τακίμια*. κομμάτια* να γίνει! τσιμέντο* να γίνει! ~ κακός*. γίνεται κτ. κάτω από τη μύτη* κάποιου. 2. για κτ. που, ύστερα από μια προετοιμασία ή διαδικασία, παίρνει οριστική μορφή, ετοιμάζεται: Ελάτε, έγινε το φαΐ! Ο τσαγκάρης μού είπε πως τα παπούτσια σου δεν έγιναν ακόμα. || ωριμάζω: Οι ντομάτες δεν έγιναν ακόμα. || Οι ελιές δε γίνονται στα ψυχρά κλίματα, δεν ευδοκιμούν. 3. για να δηλωθεί η συμπλήρωση ενός ορισμένου ποσού ή αριθμού: Mε τον αδελφό του γινόμαστε πέντε. Mε το θάνατό του οι νεκροί γίνονται πέντε. Mε το νέο δάνειο τα χρέη γίνονται δέκα εκατομμύρια. 4. σε ερωτηματικές και αρνητικές προτάσεις δηλώνει μια συγκεκριμένη κατάσταση και τις δυνατότητες διεξόδου ή τις δυνατές εξελίξεις: Tι γίνεται με την υπόθεσή μας; Tι θα γίνει η περιουσία του όταν πεθάνει; || Δεν ξέρω τι έγινε κάποιος ή κτ., δεν ξέρω πού βρίσκεται, τι κάνει, τον ψάχνω μάταια. Tι έγινε αυτός τόσον καιρό; Tι γίνατε / τι γινήκατε;, πού χαθήκατε; || Tι θα γίνω; Tι θα γίνουμε;, όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση· ΣYN τι θα απογίνω; Tι έγιναν τόσα όνειρα;, ως έκφραση απογοήτευσης. (έκφρ.) τι (μου) γίνεστε;, πώς είστε, τι κάνετε; 5. για πράξεις, ενέργειες, καταστάσεις κτλ.: α. δηλώνει κτ. που πραγματοποιείται: Aυτά που ζητάς δε γίνονται. Δε θα γίνει ό,τι θέλεις εσύ. Θα γίνουν νέοι διορισμοί. Δε γίνεται τίποτα, δεν υπάρχει λύση. (έκφρ.) κάνω / γίνεται το δικό* μου, σου, του κτλ. ό,τι έγινε / γίνεται δεν ξεγίνεται*. ό,τι έγινε έγινε, αποδοχή μιας άσχημης κατάστασης που δεν μπορεί να διορθωθεί. ας γίνει ό,τι θέλει, αδιαφορία για κτ. που δεν εγκρίνουμε ή δεν επιθυμούμε. ό,τι και να γίνει, οπωσδήποτε, σε κάθε περίπτωση, με κάθε τρόπο: Εγώ θα σπουδάσω ό,τι και να γίνει. τι να γίνει; ΣYN έκφρ. τι να κάνουμε;, για μοιρολατρική αποδοχή. (οικ.) έγινε!, αντί για μέλλοντα εκφράζει την απόλυτη συγκατάθεση του ομιλητή. || (με γεν. προσ.): Δεν πρέπει να τους γίνονται όλα τα χατίρια, να εκπληρώνονται. || (έκφρ.) δεν ξέρει τι του γίνεται, δεν ξέρει απολύτως τίποτα ή βρίσκεται σε τρομερή σύγχυση. β. δηλώνει κτ. που συμβαίνει: Πώς έγινε το δυστύχημα; Aυτά γίνονται συχνά, μην απογοητεύεσαι. Δεν κατάλαβα καλά καλά πώς έγινε. || Πού θα γίνει ο γάμος / η συγκέντρωση / η ομιλία; Πότε θα γίνουν οι εξετάσεις; || Έγινε σεισμός / επανάσταση / πραξικόπημα. (έκφρ.) πώς γίνεται / έγινε και…, για να εκφράσουμε απορία: Πώς έγινε και τελικά συμφωνήσατε όλοι; γ. δηλώνει μια κατάσταση που εκδηλώνεται, που δημιουργείται: Γινόταν μεγάλη φασαρία. Έγινε χαμός. Πήγαινε να δεις τι γίνεται. Tι γίνεται εδώ;, για κατάσταση που δεν εγκρίνουμε. (έκφρ.) ε! και τι έγινε;, όταν θεωρούμε ένα συμβάν ως ασήμαντο. ΦΡ γίνεται μύλος*. έγινε / γίνεται της κακομοίρας* / της τρελής* / της ανωμαλίας*. έγινε το έλα* να δεις. δ. δηλώνει κτ. που δημιουργείται, που κατασκευάζεται για πρώτη φορά: Aπό τότε που έγινε ο κόσμος. Tα πρώτα σπίτια της περιοχής έγιναν το 1920. 6. σε περιφράσεις με αφηρημένα ουσιαστικά ή ρηματικά επίθετα: Έγινε επεξεργασία καπνών, τα καπνά υπέστησαν επεξεργασία. Έγινε σκέψη για κτ., σκέφτηκαν. Έγινε δεχτό, το αποδέχτηκαν. || Γίνεται λόγος / συζήτηση. 7. (με απόλ. αριθμτ.) δηλώνει τη συμπλήρωση μιας ορισμένης χρονικής περιόδου: Έγιναν κιόλας οχτώ χρόνια; Έγινε οχτώ η ώρα. Έγινε απόγευμα ώσπου να τελειώσει. Σήμερα ~ είκοσι χρόνων. 8. για κτ. που παράγεται ή γενικά προέρχεται από κτ. άλλο: Aπό δύο κιλά γάλα γίνεται ένα κιλό τυρί. Tο χαρτί γίνεται από ξύλο. II. (ως απρόσ.) γίνεται να…, δε γίνεται να…, με τη σημασία του “είναι δυνατόν” σε ερωτηματικές και αρνητικές προτάσεις: Δε γίνεται να μας αφήσεις μόνους. Γίνεται να είναι τόσο ανόητος; Πώς γίνεται να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που πεινούν; Γίνεται να μην έρθω αύριο;, μπορώ, επιτρέπεται; [ελνστ. γίνομαι < αρχ. γίγνομαι]

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

πεθανέ ο αγγελόπουλος

thinker

From Φ