δεν αισθάνομαι όρεξη κέφι διάθεση πάνθεση θεόθεση ολόθεση ορμές ροές ροπές τάσεις ορέξεις έργο ποίημα
κόβεται η όρεξή μου, δεν επιθυμώ πλέον κτ
Είμαι κάποιος δούλος των ορέξεών μου.
Είμαι έρμαιος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ ορέξεών «μου».
εξαρτάμαι απόλυτα
εξάρτομαι απόλυτα
άρτομαι τελείως ή σχεδόν-περίπου τελείως
άρτομαι υπερδυσαρέστως υπερμέτρως, ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ κεφιών διαθέσεων πανθέσεων θεοθέσεων ολοθέσεων ορμών ροών ροπών τάσεων ορέξεων έργων ποιημάτων «μου».
κεφιών διαθέσεων πανθέσεων θεοθέσεων ολοθέσεων ορμών ροών ροπών τάσεων ορέξεων έργων ποιημάτων
Είμαι δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ κεφιών διαθέσεων πανθέσεων θεοθέσεων ολοθέσεων ορμών ροών ροπών τάσεων ορέξεων έργων ποιημάτων «μου».
Είμαι έρμαιο δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ κεφιών διαθέσεων πανθέσεων θεοθέσεων ολοθέσεων ορμών ροών ροπών τάσεων ορέξεων έργων ποιημάτων «μου».
παρασύρομαι από ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤα ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝα ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝα: όρεξη κέφι διάθεση πάνθεση θεόθεση ολόθεση ορμές ροές ροπές τάσεις ορέξεις έργο ποίημα
ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤα μη συνειδητοποιημένα μη αντιληπτά ακατανόητα ακαταλαβίστηκα ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝα μή γνωστά άγνωστα αγνώριστα αγνώριμα ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝα δεν με νιώθω δεν με αισθάνομαι δεν αισθάνομαι-δεν νοώ τα αισθήματα
έρμαιο το [érmeo] Ο41 :
(με γεν.) για πρόσωπο ή για πράγμα που εξαρτάται απόλυτα από κτ., που παρασύρεται από μια κατάσταση: Ο άνθρωπος να μην είναι ~ των παθών και των ενστίκτων αλλά να κατευθύνεται από το λογικό. || ιδίως για πλοίο που παρασύρεται συνήθ. ακυβέρνητο: Tο πλοίο έγινε ~ των κυμάτων / των ανέμων. Πλοίο με επικίνδυνο φορτίο βρίσκεται ~ στον Aτλαντικό.
[λόγ. < αρχ. ἕρμαιον `δώρο του Ερμή, απρόσμενη τύχη, κτ. που μπορεί να το πάρει όποιος το βρει΄] πράτοντας (ζώντας) έρχεται το κέφι πράτοντας (ζώντας) έρχεται η όρεξη ποιούντε, τα αισθανόμαστε αποκτήματα ή επιτυχίες που γίνονται ερέθισμά ερέθιστρο έναυσμα ένεργον έργοτρο εργορός ρός ενροή κίνητρο για νέα αποκτήματα ή νέες επιτυχίες τις ἐπισκοπῆς (δεν) ὀρέγεται καλοῦ ἔργου φνγη νωθές πέδαιρε κώλον. νωμάω
το τρυποκοίλον εμού, έχ΄ είν’, περδεμένο συνεχυμένον μοχλιασμένο;
σκατά..
ωφελούμαι νωθής: νωθρός ἐγείρομαι: ξυπνώ μύωψ
Μηδέ μήν νωχελίας άνάπλεως ἔσο περί ἔργα, μηδέ νωθής έν λóγοις, μηδέ έν βαδίσμασιν ὄκνου πεπληρωμένος, ϊνα σοι ῥυθμός άγαθός τήν ήσυχίαν κοσμοίη
δεν πλένω τα πιάτα το σώμα-κορμί τα οδόντια το μούσι
καθαρμοί κανθάρματα κάθαρσις ευαισθησία καλαισθησία (ειδικοτέρως)
δεν γνωρίζω ειδικότερα στοιχεία ψυχολογικής επιστήμης
χάλι μες
μεσ’ το χάλι
δεν γνώριζα ότι, όταν ο νους φοβάται υπερμέτρως, τότε, καχυποπτεύεται υπερμέτρως κι τρέμει την γραιάν βροχήν κι την ισκιά τ’
μω τό ’μαθε - έδωκε, ψυχολόγα εκ ραδιοφώνου φλαχ
ο μάσβουλας, εφοβόταν όλα (σκεδώ-περπού)
ενπσώλερς ενψύχωση ενψυχωδυνάμωσις διά της λογίκεισις άρμοσις:
εάν, εναυτέ, στεναχωριέσαι πολύ κι δεν σ’ αρέσει-αρέτει, το παρόν σκηνικόν-φάση-θέση-στάση-θήκη-ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ, τότε, να σε ’πώ, να σε δώκω το στοιχειό ότι, είσαι υπέρλαμπρος λαμπίρεις κι λαμπιρίζς κι σε λαμπιρίζουν λαμπρέ λαμπάδε..
Θα πιρίμινε εις, να πετάς στα ωράνοια εκτοιχίας με τόσα καλούδια ολούθε, μα βάλτωσες-βούρκωσες-ελάσπωσες-μουτζουρώθηκες-κούρνες-σκωτίνίασες-σταναχωρίθικες..
γιατί δεν καθάρεις τα είδη-αντικείμενα-ύλες διαθρέψης;
τεσσαρόκοντα έτη, η ομάς-άτομο ίπταται-υπερίπτατατω..
ύβρεις κακό χολή (μονόπανα τεδόπανα χριστούλ’ παναβούδα)
ά’ στα κομμάτια τα πολιτικά κι άλλα, άι στο καλό στον λύκο στο αυγές στον κόρακα στον καλόβουλο στο αρμοθυμικό..
χμ..
τί γίνεται;
λεφτά υγεία φιλία ΑΙΣΘΗΣΗ
πώς φτιάχνεται η αίσθηση;
τυχαίως θεϊκώς πανδικώς μοιραίως (ανεξελέγκτως αφ’ νοώς;)
πώς να ηλέγξω την αίσθηση-νόηση;
γιατί να την ηλέγξς;
α ναι(!)..
κοινωνοία-γράμμα σε ούφο αστεροστοιχείο-παννού
νοιώθω χάλια (;)
γιατί νοιώθω χάλια εάν νοιώθω χάλια;
αισθάνομαι δυσάρεστα αισθήματα;
αισθάνομαι-νοώ δυσάρεστη αίσθηση;
ή (αισθάνομαι) μόνον άρνηση αθελιά απόκρουση απόριψη αποφυγή να καθαρίσω τα πράματα διαθρέψης κι τις οδοντοτές στοιχείες το σώμα-κορμόν το μούσι τα μαλλιά-malok
kάnei kai krύo τώρα χειμωνιάτικως πού-πώς να οβρέξεις το σώμα-κορμί, άνευ δυσαρεσκείας· δεν είναι εύκολο.. (στον [υποσυνείδητο] νού) είναι ευκολότερο να μην το οβρέξεις-ω..
άστο, δηλαδή, κάνε έτσι, κάμε ότι θές ότι γουστάρεις, ώστε να ιδούμε-νοήσουμε, νοήσεις: τί θα γίνει-νοήσεις;
ΜΑ ΔΕΝ ΘΑ ΠΟΝΑΣ ΔΥΣΑΡΕΣΤΗΜΕΝΩΣ ΟΤΑΝ ΘΑ ΣΟΥ ΣΑΠΙΣΟΥΝ ΤΑ ΟΔΟΝΤΙΑ;
ΜΑ ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΝΑΧΩΡΕΣΕΙΣ ΟΤΑΝ ΘΕΣ ΠΙΑΤΟ ΚΑΘΑΡΟΝ-ΩΡΑΙΟΝ ΚΙ ΔΕΝ ΕΥΡΙΣΚΕΙΣ, ΣΚΑΡΓΙΟΛΗΝ;
ναι, σανα χεις δίκαιο..
πλένεις όταν το θες; όχι διατί δύναται εντόνως ηυξημένς, να είσαι κοπωμένος να ησθάνεσαι κόρευσην-κούραν, τάσην ροπήν ροήν διά θεραπείαν, αστεραμιόλη! χμ..
οπόταν;
προπράξη προνόηση..
α!
ζώο χειρότερο..
De Natura Animalium (Περὶ Ζῴων Ἰδιότητος) ― Κλαύδιος Αἰλιανός Αἰλιανοῦ, Περί ζῴων ἰδιότητος In On the Nature of Animals
διηγήσεις ιστοριών που αφορούν τα διάφορα είδη του ζωικού βασιλείου
αοργάνωση: είμαι εδώ (είμαι σε οργανοπρογραμμοθεώρησιν χειροτέρου [ολιγοτερόνωου] όντος νοούμενου στοιχείου τού πανδός, ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΩΣ)
σκύλος με ούρα
χλωμή τουρτουρισμένη τρεμολή γκάτα
.. κ. ά. όμοια ομαδικώς ομάδων λοιπών ομοειδών στοιχείων όντων νοούμενων τού πανδός
――――――
άρα; όλα με πάνε στην πρόνοια, muni σκατόκαργε;
δεν θέλω πρόνοια, πούστρη!
θα λάβω μελλοντική δυσαρέσκια.―
ωχ!
αρρωσταίνει μερικώς εν βαθμίδοι ο νους με τα «δικά μου» στοιχεία;
θα ιάνω;
τώρα; τί;
άγαμηθείτε!
ποιοί; περί εσού κείται..
πότε θα καθαρίσεις τα πιάτα; ύλες τροφής;
είναι πρωί
τί λένε οι ειδικότεροι επιστήμονες της επιστήμης ψυχολογίας;
δεν ξέρω δεν έλαβα στοιχεία
ψάξε: «βαρεμάρα» νωθρότις άρνηση απρόνοια απρονοησία ακόπρανος βρωμιάρης βρόμιλος, δεν θέλω
νωθρότητα νωθρά νωθρώς νωθής νόϑος νώθεια
οκνός, χαλαρός
που αποφεύγει περίπλοκους συλλογισμούς
άπράγμο>ν και νωθής
φνγη νωθές πέδαιρε κώλον. νωμάω
νωϑροί πως ἀπαντῶσι πρὸς τὰς μαϑήσεις
Ἀκόµη µία φορὰ ἐρχόµαστε ἀντιµέτωποι µὲ τὴν ἀνθρώπινη νωθρότητα καὶ τὸν ναρκισσισµό µας.
ωφελούμαι νωθής: νωθρός ἐγείρομαι: ξυπνώ μύωψ
Ή οε 1 κίνησις αύτοΰ νωθής ζ ισχυρώς η εστί, καθάπερ η των χελωνών.
τίς οὖν μετ' αὐτὸν θηρίων τυραννήσει διεσκοπεῖτο· σῦς μέν ἐστιν ἀγνώμων, ἄρκτος δὲ νωθής, πάρδαλις δὲ θυμώδης, τίγρις δ' ἀλαζὼν καὶ τὸ πᾶν ἐρημαίη
Όταν ουν τι παράνομον γένηται, μηδείς έστω νωθής (νωθρός), αλλά πυρός θερμότερος, και των αδικουμένων μη έλαττον αλγείτω, και ούτω τα πλείονα στήσεται των κακών
Ου μην αναλίσκει την εαυτού" δύναμιν άταμιεΰτως, τηρεί δε του διώκοντος την όρμήν, και εάν μεν ή νωθής, ου πάνυ άνηκε το εαυτού τάχος
νωθής, ές (mit νόϑος, νωϑρός zusammenhangend, nach den Alten von νη – ὠϑεῖν)
κυφὸς καὶ τὰ γόνατα νωϑής
Όταν ουν τι παράνομον γένηται, μηδείς έστω νωθής (νωθρός), αλλά πυρός θερμότερος, και των αδικουμένων μη έλαττον αλγείτω
καλόπιασμα
δηλαδή, τί νοείς; είμαι κακοπιασμένος; κακόστατος;
στεναχωρεμένος;
είναι μεγαλομένα αυξημένα τεράστια τερατώδη τα στοιχεία - η αίσθηση η οποία αισθάνομαι γιά τον καθαρισμό των υλών τροφής ή και γιά την ποίηση-παρασκευή τροφής;
υπερβάλω; υπερθέτω; υπεραισθάνομαι; υπερνοώ; «το παρακάνω;»
μεγέθυνση τόση όση να αισθάνομαι ότι είναι δυσάρεστο;
ΕΑΝ ΑΡΧΙΣΩ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΚΑΘΑΡΣΙΣ ΠΛΥΣΙΜΑΤΟΣ ΠΙΑΤΩΝ ΘΑ ΑΙΣΘΑΝΘΩ ΕΥΚΟΛΟΤΕΡΟ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ (ΟΤΙ ΤΟ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ) ΕΝ ΣΥΝΚΡΙΣΕΙ ΜΕ ΌΣΟ ΤΟ ΑΙΣΘΑΝΟΜΕΙΝ..
άρχισε.. η αρχή..
χειρότερο είναι αισθάνομαι ότι είναι, να καθαρίζω τα είδη θρέψης και αισθάνομαι ότι είναι καλύτερο να κάνω στο κομπιούτερ - ηλεκτρονικό υπολογισθήν ότι μόρθει ασυδότως αυτοορμήτως αντικοινωνικώς αντιομαδικώς αντισυναισθηματικώς..
φέρε τον εναυτόν νου στην στάσην περιστάσην «άλλων»-λοιπών νοών ανθρώπων..
θα ήθελες να καθαρίσει τα πιάτα κι δεν τα καθάρισε και στεναχωριέσαι απογοητεύεσαι θυμώνεις οργίζεσαι κι επιτίθεσαι καλείς την αστυνομίαν δημόσιαν λαϊκήν δύναμιν..
ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ ΧΡΗΣΙΜΟ ΩΦΕΛΙΜΟ ΒΟΗΘΕΙΤΙΚΟ
κακός είμαι δημόσιος υπάλληλος συνεργάτης συνάνθρωπος
σκατά, χάλασα, ήμουν φτιαγμένος; καλύτερος;
ηδού ειδού
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΚΑΝΟΜΕΝ ΤΟ ΣΩΣΤΟ;
do the right think
όρεξην κέφιν ορέγομαι
δεν δύνασαι να βιώσεις-ποιήσεις ομαδικώς-κοινωνικώς ομίλως;
σκαταρχίδια κώλου κοίλου
δεν εκτελείς εντολάς;
τολή
είχα όρεξη
είμαι αρχηγός, έννιωθα; για αυτό είχα κέφι-όρεξη;
§
όρεξη η [óreksi] Ο33 :
1. διάθεση ή επιθυμίαγια φαγητό.
ANT ανορεξία:
Tρώει με / χωρίς ~. Mου κόβεται η ~, παύει να υπάρχει.
ANT Mου ανοίγει η ~. (έκφρ.) μένω με την ~, για φαγητό που περιμένω να φάω και τελικά δεν τρώω και
μτφ. για κτ. που περιμένω να αποκτήσω και τελικά δεν το αποκτώ.
τρώγοντας έρχεται η ~,
κυριολεκτικά και μτφ.
για αποκτήματα ή επιτυχίες που γίνονται κίνητρο για νέα αποκτήματα ή νέες επιτυχίες.
(ευχή) καλή (σου / σας) ~, πριν από το φαγητό ή κατά τη διάρκειά του.
2. (μτφ.) επιθυμία ή διάθεση για κτ.:
Έχει ~ για δουλειά / για μάθηση. Δεν έχω ~ για κουβέντες / για αστεία. (έκφρ.) ~ (που την) έχεις!, για απροσδόκητη επιθυμία ή καλή διάθεση κάποιου. ~ που τον είχα, για να δηλωθεί απέχθεια: Θα έρθει ο Nίκος. -~ που τον είχα! άλλη ~ δεν είχα, σε άρνηση: Πάμε σινεμά; - Άλλη ~ δεν είχα! (λόγ.) περί ορέξεως ουδείς λόγος, δεν μπορεί να γίνει συζήτηση, να υποστούν κριτική οι προτιμήσεις του άλλου. ΦΡ το τραβάει* η καρδιά / η όρεξή μου. ανοίγει η όρεξή μου, επιθυμώ να επαναλάβω κτ. που έχω κάνει και που με έχει ευχαριστήσει: Πήγαμε ένα ταξίδι στην Ευρώπη και από τότε μου άνοιξε η ~. κόβεται η όρεξή μου, δεν επιθυμώ πλέον κτ.: Tου κόπηκε η ~ για τρέλες. || (πληθ.) ορμές ή τάσεις: Οι φυσικές ορέξεις. Σεξουαλικές ορέξεις. Είναι κάποιος δούλος των ορέξεών του.
[αρχ. ὄρεξις (-σις > -ση) `επιθυμία΄ (και για φαγητό, σύγκρ. ορεκτικός) & λόγ. σημδ. γαλλ. appétit]
§
διάθεση ή επιθυμία
ανορεξία αθυμία ανεπθυμία
για κτ. που περιμένω να αποκτήσω
διάθεση ολόθεση:
δεν θέλω όλα και θέλω μερικά (όντα μέλλόντα νοούμενα στοιχεία τού πανδός)
θέλω κάτι-μερικά, και-αλλά, δεν θέλω (αρνούμαι απορίπτω δυσφημώ) άλλα στοιχεία τού πανδός, νοούμενα και όντα ή μελλόντα
δεν είμαι πανδέκτης
αρνούμαι υβρίζω τα θελούμενα τού θεού-πανδός
δεν θέλω το πάν
δεν θέλω όλα
δεν θέλω τα πάντα
ας θέλω το παν
ρε μπας και είναι άχαρα δυσάρεστα τούτα τα έργα;!
ή ουδέτερα κα δυσφημισμένα; ή ακατάλληλα διά το στάδιόν μου (οποίο είμαι);
δεν μετανοώ, δεν νοώ αισθάνομαι, την μελλοντική στάση-περιστάση
λογίκευση μηδενισμός βάσει θέσει από την «αρχή» εκ τού «μηδενός», τών θεμάτων και θεώρηση (σκέψη ανάλυση έλεγχος κρίση αίσθανση βούλιον) ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ προγραμματισμός και ΠΡΑΞΙΣ..
είναι ωραία τα πράγματα η ζωή η περίστασή μου..
den έχω όρεξη κέφι διάθεση ολόθεση
den έχω όρεξη κέφι διάθεση ολόθεση ορμές ροές ροπές τάσεις
den έχω όρεξη κέφι διάθεση ολόθεση ορμές ροές ροπές τάσεις ορέξεις
από εμένα:
ακαταλαβίστικος -η -ο [akatalavístikos] Ε5 : (οικ.) που δεν μπορεί κανείς να τον καταλάβει, που δεν είναι κατανοητός, επειδή είναι δυσνόητος ή επειδή είναι ασυνάρτητος, παράλογος ή ασαφής· ακατανόητος: H μοντέρνα τέχνη θεωρείται από πολλούς ακαταλαβίστικη. Έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα πράγματα. ακαταλαβίστικα ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~.
[α- 1 καταλαβ- (καταλαβαίνω) -ίστικος]
αλαμπουρνέζικος -η -ο [alamburnézikos] Ε5 : (οικ.) α. που δεν μπορεί να τον καταλάβει κάποιος· ακατανόητος, ακατάληπτος, ασυνάρτητος: Γράφει γλώσσα μεικτή κι ανακατεμένη και σε πολλά αλαμπουρνέζικη. Aλαμπουρνέζικα λόγια. Ήταν αδύνατο να βγει κάποιο νόημα από κείνο το αλαμπουρνέζικο κείμενο. Aλαμπουρνέζικοι συλλογισμοί. β. ασυνήθιστα ή δυσεξήγητα περίεργος, αλλόκοτος: Aλαμπουρνέζικο καπέλο. Aλαμπουρνέζικη επίπλωση. γ. (ως ουσ.) τα αλαμπουρνέζικα, για έκφραση, διατύπωση και λεξιλόγιο ακατανόητα: Aυτά δεν είναι ελληνικά είναι αλαμπουρνέζικα. Στα αλαμπουρνέζικα μιλάει αυτός και δεν τον καταλαβαίνω; αλαμπουρνέζικα ΕΠIΡΡ: Ελληνικά μιλάς ή ~;
[ίσως ιταλ. alla burlesca `σε παιχνιδιάρικο ύφος΄ με ανομ. [l-l > l-n] και παρετυμ. -έζικα (επίθημα δηλωτικό γλώσσας π.χ.: κινέζικα)]
κόβεται η όρεξή μου, δεν επιθυμώ πλέον κτ
Είμαι κάποιος δούλος των ορέξεών μου.
- Είμαι δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ ορέξεών «μου».
- Είμαι δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ κεφιών «μου».
- Είμαι δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ διαθέσεών «μου».
- Είμαι δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ ολοθεσεών «μου».
- Είμαι δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ ορμών «μου».
- Είμαι δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ ροών «μου».
- Είμαι δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ ροπών «μου».
- Είμαι δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ τάσεών «μου».
- Είμαι δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ έργων «μου».
- Είμαι δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ ποιημάτων «μου».
- Είμαι δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ πανθέσεών «μου».
- Είμαι δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ θεοθέσεών «μου».
Είμαι έρμαιος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ ορέξεών «μου».
εξαρτάμαι απόλυτα
εξάρτομαι απόλυτα
άρτομαι τελείως ή σχεδόν-περίπου τελείως
άρτομαι υπερδυσαρέστως υπερμέτρως, ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ κεφιών διαθέσεων πανθέσεων θεοθέσεων ολοθέσεων ορμών ροών ροπών τάσεων ορέξεων έργων ποιημάτων «μου».
κεφιών διαθέσεων πανθέσεων θεοθέσεων ολοθέσεων ορμών ροών ροπών τάσεων ορέξεων έργων ποιημάτων
Είμαι δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ κεφιών διαθέσεων πανθέσεων θεοθέσεων ολοθέσεων ορμών ροών ροπών τάσεων ορέξεων έργων ποιημάτων «μου».
Είμαι έρμαιο δούλος-σκλάβος τών ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΩΝ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝΩΝ κεφιών διαθέσεων πανθέσεων θεοθέσεων ολοθέσεων ορμών ροών ροπών τάσεων ορέξεων έργων ποιημάτων «μου».
παρασύρομαι από ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤα ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝα ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝα: όρεξη κέφι διάθεση πάνθεση θεόθεση ολόθεση ορμές ροές ροπές τάσεις ορέξεις έργο ποίημα
ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤα μη συνειδητοποιημένα μη αντιληπτά ακατανόητα ακαταλαβίστηκα ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΜΕΝα μή γνωστά άγνωστα αγνώριστα αγνώριμα ΑΣΥΝΑΙΣΘΑΜΕΝα δεν με νιώθω δεν με αισθάνομαι δεν αισθάνομαι-δεν νοώ τα αισθήματα
έρμαιο το [érmeo] Ο41 :
(με γεν.) για πρόσωπο ή για πράγμα που εξαρτάται απόλυτα από κτ., που παρασύρεται από μια κατάσταση: Ο άνθρωπος να μην είναι ~ των παθών και των ενστίκτων αλλά να κατευθύνεται από το λογικό. || ιδίως για πλοίο που παρασύρεται συνήθ. ακυβέρνητο: Tο πλοίο έγινε ~ των κυμάτων / των ανέμων. Πλοίο με επικίνδυνο φορτίο βρίσκεται ~ στον Aτλαντικό.
[λόγ. < αρχ. ἕρμαιον `δώρο του Ερμή, απρόσμενη τύχη, κτ. που μπορεί να το πάρει όποιος το βρει΄] πράτοντας (ζώντας) έρχεται το κέφι πράτοντας (ζώντας) έρχεται η όρεξη ποιούντε, τα αισθανόμαστε αποκτήματα ή επιτυχίες που γίνονται ερέθισμά ερέθιστρο έναυσμα ένεργον έργοτρο εργορός ρός ενροή κίνητρο για νέα αποκτήματα ή νέες επιτυχίες τις ἐπισκοπῆς (δεν) ὀρέγεται καλοῦ ἔργου φνγη νωθές πέδαιρε κώλον. νωμάω
το τρυποκοίλον εμού, έχ΄ είν’, περδεμένο συνεχυμένον μοχλιασμένο;
σκατά..
ωφελούμαι νωθής: νωθρός ἐγείρομαι: ξυπνώ μύωψ
Μηδέ μήν νωχελίας άνάπλεως ἔσο περί ἔργα, μηδέ νωθής έν λóγοις, μηδέ έν βαδίσμασιν ὄκνου πεπληρωμένος, ϊνα σοι ῥυθμός άγαθός τήν ήσυχίαν κοσμοίη
δεν πλένω τα πιάτα το σώμα-κορμί τα οδόντια το μούσι
καθαρμοί κανθάρματα κάθαρσις ευαισθησία καλαισθησία (ειδικοτέρως)
δεν γνωρίζω ειδικότερα στοιχεία ψυχολογικής επιστήμης
χάλι μες
μεσ’ το χάλι
δεν γνώριζα ότι, όταν ο νους φοβάται υπερμέτρως, τότε, καχυποπτεύεται υπερμέτρως κι τρέμει την γραιάν βροχήν κι την ισκιά τ’
μω τό ’μαθε - έδωκε, ψυχολόγα εκ ραδιοφώνου φλαχ
ο μάσβουλας, εφοβόταν όλα (σκεδώ-περπού)
ενπσώλερς ενψύχωση ενψυχωδυνάμωσις διά της λογίκεισις άρμοσις:
εάν, εναυτέ, στεναχωριέσαι πολύ κι δεν σ’ αρέσει-αρέτει, το παρόν σκηνικόν-φάση-θέση-στάση-θήκη-ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ, τότε, να σε ’πώ, να σε δώκω το στοιχειό ότι, είσαι υπέρλαμπρος λαμπίρεις κι λαμπιρίζς κι σε λαμπιρίζουν λαμπρέ λαμπάδε..
Θα πιρίμινε εις, να πετάς στα ωράνοια εκτοιχίας με τόσα καλούδια ολούθε, μα βάλτωσες-βούρκωσες-ελάσπωσες-μουτζουρώθηκες-κούρνες-σκωτίνίασες-σταναχωρίθικες..
γιατί δεν καθάρεις τα είδη-αντικείμενα-ύλες διαθρέψης;
τεσσαρόκοντα έτη, η ομάς-άτομο ίπταται-υπερίπτατατω..
ύβρεις κακό χολή (μονόπανα τεδόπανα χριστούλ’ παναβούδα)
ά’ στα κομμάτια τα πολιτικά κι άλλα, άι στο καλό στον λύκο στο αυγές στον κόρακα στον καλόβουλο στο αρμοθυμικό..
χμ..
τί γίνεται;
λεφτά υγεία φιλία ΑΙΣΘΗΣΗ
πώς φτιάχνεται η αίσθηση;
τυχαίως θεϊκώς πανδικώς μοιραίως (ανεξελέγκτως αφ’ νοώς;)
πώς να ηλέγξω την αίσθηση-νόηση;
γιατί να την ηλέγξς;
α ναι(!)..
κοινωνοία-γράμμα σε ούφο αστεροστοιχείο-παννού
νοιώθω χάλια (;)
γιατί νοιώθω χάλια εάν νοιώθω χάλια;
αισθάνομαι δυσάρεστα αισθήματα;
αισθάνομαι-νοώ δυσάρεστη αίσθηση;
ή (αισθάνομαι) μόνον άρνηση αθελιά απόκρουση απόριψη αποφυγή να καθαρίσω τα πράματα διαθρέψης κι τις οδοντοτές στοιχείες το σώμα-κορμόν το μούσι τα μαλλιά-malok
![]() |
στοιχείες |
- Stixies
- φοινικο-στοιχείες
- Μετωπική σκαλωσία, σκαλωσία με σφήνα, σκαλωσία με φλαν, όλες τις στοιχείες.
- στοιχείες π.χ. με 50άρες και 70άρες δοχείες
- Η ολογραφική προστασία συνδυάζεται με άλλες στοιχείες προστασίας και εξατομίκευσης της κάρτας, παραδείγματος χάριν, ο αριθμός κάρτας
- στοιχείες, ορθοδοντικά μηχανήματα, κινητούς νάρθηκες
- "στοιχείες"
kάnei kai krύo τώρα χειμωνιάτικως πού-πώς να οβρέξεις το σώμα-κορμί, άνευ δυσαρεσκείας· δεν είναι εύκολο.. (στον [υποσυνείδητο] νού) είναι ευκολότερο να μην το οβρέξεις-ω..
ΜΑ ΔΕΝ ΘΑ ΠΟΝΑΣ ΔΥΣΑΡΕΣΤΗΜΕΝΩΣ ΟΤΑΝ ΘΑ ΣΟΥ ΣΑΠΙΣΟΥΝ ΤΑ ΟΔΟΝΤΙΑ;
ΜΑ ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΝΑΧΩΡΕΣΕΙΣ ΟΤΑΝ ΘΕΣ ΠΙΑΤΟ ΚΑΘΑΡΟΝ-ΩΡΑΙΟΝ ΚΙ ΔΕΝ ΕΥΡΙΣΚΕΙΣ, ΣΚΑΡΓΙΟΛΗΝ;
ναι, σανα χεις δίκαιο..
πλένεις όταν το θες; όχι διατί δύναται εντόνως ηυξημένς, να είσαι κοπωμένος να ησθάνεσαι κόρευσην-κούραν, τάσην ροπήν ροήν διά θεραπείαν, αστεραμιόλη! χμ..
οπόταν;
προπράξη προνόηση..
α!
ζώο χειρότερο..
De Natura Animalium (Περὶ Ζῴων Ἰδιότητος) ― Κλαύδιος Αἰλιανός Αἰλιανοῦ, Περί ζῴων ἰδιότητος In On the Nature of Animals
διηγήσεις ιστοριών που αφορούν τα διάφορα είδη του ζωικού βασιλείου
αοργάνωση: είμαι εδώ (είμαι σε οργανοπρογραμμοθεώρησιν χειροτέρου [ολιγοτερόνωου] όντος νοούμενου στοιχείου τού πανδός, ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΩΣ)
σκύλος με ούρα
χλωμή τουρτουρισμένη τρεμολή γκάτα
.. κ. ά. όμοια ομαδικώς ομάδων λοιπών ομοειδών στοιχείων όντων νοούμενων τού πανδός
――――――
άρα; όλα με πάνε στην πρόνοια, muni σκατόκαργε;
δεν θέλω πρόνοια, πούστρη!
θα λάβω μελλοντική δυσαρέσκια.―
ωχ!
αρρωσταίνει μερικώς εν βαθμίδοι ο νους με τα «δικά μου» στοιχεία;
θα ιάνω;
τώρα; τί;
άγαμηθείτε!
ποιοί; περί εσού κείται..
πότε θα καθαρίσεις τα πιάτα; ύλες τροφής;
είναι πρωί
τί λένε οι ειδικότεροι επιστήμονες της επιστήμης ψυχολογίας;
δεν ξέρω δεν έλαβα στοιχεία
ψάξε: «βαρεμάρα» νωθρότις άρνηση απρόνοια απρονοησία ακόπρανος βρωμιάρης βρόμιλος, δεν θέλω
νωθρότητα νωθρά νωθρώς νωθής νόϑος νώθεια
οκνός, χαλαρός
που αποφεύγει περίπλοκους συλλογισμούς
άπράγμο>ν και νωθής
φνγη νωθές πέδαιρε κώλον. νωμάω
νωϑροί πως ἀπαντῶσι πρὸς τὰς μαϑήσεις
Ἀκόµη µία φορὰ ἐρχόµαστε ἀντιµέτωποι µὲ τὴν ἀνθρώπινη νωθρότητα καὶ τὸν ναρκισσισµό µας.
ωφελούμαι νωθής: νωθρός ἐγείρομαι: ξυπνώ μύωψ
Ή οε 1 κίνησις αύτοΰ νωθής ζ ισχυρώς η εστί, καθάπερ η των χελωνών.
τίς οὖν μετ' αὐτὸν θηρίων τυραννήσει διεσκοπεῖτο· σῦς μέν ἐστιν ἀγνώμων, ἄρκτος δὲ νωθής, πάρδαλις δὲ θυμώδης, τίγρις δ' ἀλαζὼν καὶ τὸ πᾶν ἐρημαίη
Όταν ουν τι παράνομον γένηται, μηδείς έστω νωθής (νωθρός), αλλά πυρός θερμότερος, και των αδικουμένων μη έλαττον αλγείτω, και ούτω τα πλείονα στήσεται των κακών
Ου μην αναλίσκει την εαυτού" δύναμιν άταμιεΰτως, τηρεί δε του διώκοντος την όρμήν, και εάν μεν ή νωθής, ου πάνυ άνηκε το εαυτού τάχος
νωθής, ές (mit νόϑος, νωϑρός zusammenhangend, nach den Alten von νη – ὠϑεῖν)
κυφὸς καὶ τὰ γόνατα νωϑής
Όταν ουν τι παράνομον γένηται, μηδείς έστω νωθής (νωθρός), αλλά πυρός θερμότερος, και των αδικουμένων μη έλαττον αλγείτω
καλόπιασμα
δηλαδή, τί νοείς; είμαι κακοπιασμένος; κακόστατος;
στεναχωρεμένος;
είναι μεγαλομένα αυξημένα τεράστια τερατώδη τα στοιχεία - η αίσθηση η οποία αισθάνομαι γιά τον καθαρισμό των υλών τροφής ή και γιά την ποίηση-παρασκευή τροφής;
υπερβάλω; υπερθέτω; υπεραισθάνομαι; υπερνοώ; «το παρακάνω;»
μεγέθυνση τόση όση να αισθάνομαι ότι είναι δυσάρεστο;
ΕΑΝ ΑΡΧΙΣΩ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΚΑΘΑΡΣΙΣ ΠΛΥΣΙΜΑΤΟΣ ΠΙΑΤΩΝ ΘΑ ΑΙΣΘΑΝΘΩ ΕΥΚΟΛΟΤΕΡΟ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ (ΟΤΙ ΤΟ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ) ΕΝ ΣΥΝΚΡΙΣΕΙ ΜΕ ΌΣΟ ΤΟ ΑΙΣΘΑΝΟΜΕΙΝ..
άρχισε.. η αρχή..
χειρότερο είναι αισθάνομαι ότι είναι, να καθαρίζω τα είδη θρέψης και αισθάνομαι ότι είναι καλύτερο να κάνω στο κομπιούτερ - ηλεκτρονικό υπολογισθήν ότι μόρθει ασυδότως αυτοορμήτως αντικοινωνικώς αντιομαδικώς αντισυναισθηματικώς..
φέρε τον εναυτόν νου στην στάσην περιστάσην «άλλων»-λοιπών νοών ανθρώπων..
θα ήθελες να καθαρίσει τα πιάτα κι δεν τα καθάρισε και στεναχωριέσαι απογοητεύεσαι θυμώνεις οργίζεσαι κι επιτίθεσαι καλείς την αστυνομίαν δημόσιαν λαϊκήν δύναμιν..
ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ ΧΡΗΣΙΜΟ ΩΦΕΛΙΜΟ ΒΟΗΘΕΙΤΙΚΟ
κακός είμαι δημόσιος υπάλληλος συνεργάτης συνάνθρωπος
σκατά, χάλασα, ήμουν φτιαγμένος; καλύτερος;
ηδού ειδού
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΚΑΝΟΜΕΝ ΤΟ ΣΩΣΤΟ;
do the right think
όρεξην κέφιν ορέγομαι
δεν δύνασαι να βιώσεις-ποιήσεις ομαδικώς-κοινωνικώς ομίλως;
σκαταρχίδια κώλου κοίλου
δεν εκτελείς εντολάς;
τολή
είχα όρεξη
είμαι αρχηγός, έννιωθα; για αυτό είχα κέφι-όρεξη;
§
όρεξη η [óreksi] Ο33 :
1. διάθεση ή επιθυμία
ANT ανορεξία:
Tρώει με / χωρίς ~. Mου κόβεται η ~, παύει να υπάρχει.
ANT Mου ανοίγει η ~. (έκφρ.) μένω με την ~, για φαγητό που περιμένω να φάω και τελικά δεν τρώω και
μτφ. για κτ. που περιμένω να αποκτήσω και τελικά δεν το αποκτώ.
τρώγοντας έρχεται η ~,
κυριολεκτικά και μτφ.
για αποκτήματα ή επιτυχίες που γίνονται κίνητρο για νέα αποκτήματα ή νέες επιτυχίες.
(ευχή) καλή (σου / σας) ~, πριν από το φαγητό ή κατά τη διάρκειά του.
2. (μτφ.) επιθυμία ή διάθεση για κτ.:
Έχει ~ για δουλειά / για μάθηση. Δεν έχω ~ για κουβέντες / για αστεία. (έκφρ.) ~ (που την) έχεις!, για απροσδόκητη επιθυμία ή καλή διάθεση κάποιου. ~ που τον είχα, για να δηλωθεί απέχθεια: Θα έρθει ο Nίκος. -~ που τον είχα! άλλη ~ δεν είχα, σε άρνηση: Πάμε σινεμά; - Άλλη ~ δεν είχα! (λόγ.) περί ορέξεως ουδείς λόγος, δεν μπορεί να γίνει συζήτηση, να υποστούν κριτική οι προτιμήσεις του άλλου. ΦΡ το τραβάει* η καρδιά / η όρεξή μου. ανοίγει η όρεξή μου, επιθυμώ να επαναλάβω κτ. που έχω κάνει και που με έχει ευχαριστήσει: Πήγαμε ένα ταξίδι στην Ευρώπη και από τότε μου άνοιξε η ~. κόβεται η όρεξή μου, δεν επιθυμώ πλέον κτ.: Tου κόπηκε η ~ για τρέλες. || (πληθ.) ορμές ή τάσεις: Οι φυσικές ορέξεις. Σεξουαλικές ορέξεις. Είναι κάποιος δούλος των ορέξεών του.
[αρχ. ὄρεξις (-σις > -ση) `επιθυμία΄ (και για φαγητό, σύγκρ. ορεκτικός) & λόγ. σημδ. γαλλ. appétit]
§
διάθεση ή επιθυμία
ανορεξία αθυμία ανεπθυμία
για κτ. που περιμένω να αποκτήσω
διάθεση ολόθεση:
δεν θέλω όλα και θέλω μερικά (όντα μέλλόντα νοούμενα στοιχεία τού πανδός)
θέλω κάτι-μερικά, και-αλλά, δεν θέλω (αρνούμαι απορίπτω δυσφημώ) άλλα στοιχεία τού πανδός, νοούμενα και όντα ή μελλόντα
δεν είμαι πανδέκτης
αρνούμαι υβρίζω τα θελούμενα τού θεού-πανδός
δεν θέλω το πάν
δεν θέλω όλα
δεν θέλω τα πάντα
ας θέλω το παν
ρε μπας και είναι άχαρα δυσάρεστα τούτα τα έργα;!
ή ουδέτερα κα δυσφημισμένα; ή ακατάλληλα διά το στάδιόν μου (οποίο είμαι);
δεν μετανοώ, δεν νοώ αισθάνομαι, την μελλοντική στάση-περιστάση
λογίκευση μηδενισμός βάσει θέσει από την «αρχή» εκ τού «μηδενός», τών θεμάτων και θεώρηση (σκέψη ανάλυση έλεγχος κρίση αίσθανση βούλιον) ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ προγραμματισμός και ΠΡΑΞΙΣ..
είναι ωραία τα πράγματα η ζωή η περίστασή μου..
den έχω όρεξη κέφι διάθεση ολόθεση
den έχω όρεξη κέφι διάθεση ολόθεση ορμές ροές ροπές τάσεις
den έχω όρεξη κέφι διάθεση ολόθεση ορμές ροές ροπές τάσεις ορέξεις
![]() |
αλαμπουρνέζικα |
από εμένα:
- τα αισθήματα είναι αλαμπουρνέζικα
- τα αισθήματα είναι ακαταλαβίστικα
- τα αισθήματα δεν είναι κατανοητά
- τα αισθήματα είναι δυσνοητά
- τα αισθήματα δεν είναι ευνοητά
- τα αισθήματα δεν είναι νοητά
- τα αισθήματα είναι ασυνάρτητά
- τα αισθήματα είναι παράλογα
- τα αισθήματα είναι ασαφής
- τα αισθήματα είναι ακατανόητά
- τα αισθήματα είναι Ανεξέλεγκτα.
- τα αισθήματα είναι Απροσδιόριστα.
- τα αισθήματα είναι Ακαταλαβίστικα.
- τα αισθήματα είναι ασυνήθιστα
- τα αισθήματα είναι δυσεξήγητα
- τα αισθήματα είναι περίεργα
- τα αισθήματα είναι αλλόκοτα
- τα αισθήματα είναι ακατάληπτα
- τα αισθήματα είναι ασυνάρτητα
- τα αισθήματα είναι δυσανάγνωστα
- τα αισθήματα είναι άγνωστα
- τα αισθήματα είναι αλιβορνέζικα
- τα αισθήματα είναι alla burlesca
- τα αισθήματα είναι απίστευτη, εξωπραγματική κωμική κατάσταση
- τα αισθήματα είναι burlesque
- τα αισθήματα είναι μπουρλέσκ
ακαταλαβίστικος -η -ο [akatalavístikos] Ε5 : (οικ.) που δεν μπορεί κανείς να τον καταλάβει, που δεν είναι κατανοητός, επειδή είναι δυσνόητος ή επειδή είναι ασυνάρτητος, παράλογος ή ασαφής· ακατανόητος: H μοντέρνα τέχνη θεωρείται από πολλούς ακαταλαβίστικη. Έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα πράγματα. ακαταλαβίστικα ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~.
[α- 1 καταλαβ- (καταλαβαίνω) -ίστικος]
αλαμπουρνέζικος -η -ο [alamburnézikos] Ε5 : (οικ.) α. που δεν μπορεί να τον καταλάβει κάποιος· ακατανόητος, ακατάληπτος, ασυνάρτητος: Γράφει γλώσσα μεικτή κι ανακατεμένη και σε πολλά αλαμπουρνέζικη. Aλαμπουρνέζικα λόγια. Ήταν αδύνατο να βγει κάποιο νόημα από κείνο το αλαμπουρνέζικο κείμενο. Aλαμπουρνέζικοι συλλογισμοί. β. ασυνήθιστα ή δυσεξήγητα περίεργος, αλλόκοτος: Aλαμπουρνέζικο καπέλο. Aλαμπουρνέζικη επίπλωση. γ. (ως ουσ.) τα αλαμπουρνέζικα, για έκφραση, διατύπωση και λεξιλόγιο ακατανόητα: Aυτά δεν είναι ελληνικά είναι αλαμπουρνέζικα. Στα αλαμπουρνέζικα μιλάει αυτός και δεν τον καταλαβαίνω; αλαμπουρνέζικα ΕΠIΡΡ: Ελληνικά μιλάς ή ~;
[ίσως ιταλ. alla burlesca `σε παιχνιδιάρικο ύφος΄ με ανομ. [l-l > l-n] και παρετυμ. -έζικα (επίθημα δηλωτικό γλώσσας π.χ.: κινέζικα)]
- Η έκφραση Αλαμπουρνέζικα αποτελεί μια σύγχρονη δημώδη ελληνική έκφραση που χρησιμοποιείται ευρύτατα προς χαρακτηρισμό ακατάληπτων εννοιών, φράσεων και ασυναρτησιών στο λόγο. Χρησιμοποιείται επίσης και σε χαρακτηρισμό δυσανάγνωστων γραφικών χαρακτήρων.
- Για την προέλευση της λέξης έχουν εκφραστεί διάφορες θεωρίες, καμιά από τις οποίες δεν είναι πειστική.
- Μόνο το λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Μπαμπινιώτη) αναφέρει τρεις εκδοχές.
- Λέγεται, για παράδειγμα, ότι ο αρχικός τύπος ήταν «αλιβορνέζικα» που χρησιμοποιούταν προς διάκριση ασυνήθων και περίεργων ειδών που εισάγονταν από το Λιβόρνο της Ιταλίας στον Πειραιά αλλά και στην Πάτρα.
- ίσως ιταλ. alla burlesca `σε παιχνιδιάρικο ύφος΄ με ανομ. [l-l > l-n] και παρετυμ. -έζικα (επίθημα δηλωτικό γλώσσας π.χ.: κινέζικα)
ας θέλω το παν
°
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου