postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology

clinical philosophy κλινική φιλοσοφία Filosofia clínica , scholar google "θεωρητικη ψυχολογια" "φιλοσοφικη ψυχολογια", scholar google "Theoretical philosophical psychology", postpsychology, metapsychology, ΜΕΤΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Μεταψυχολογία, POST Theoretical philosophical psychology, θεωρητικη φιλοσοφικη ψυχολογια, Theoretical philosophical psychology, φιλοσοφικη ψυχολογια, philosophical psychology, θεωρητικη ψυχολογια, Theoretical psychology, META Theoretical philosophical psychology, postΜΕΤΑpsychology, postΜΕΤΑ Theoretical philosophical psychology, νοοόντι

scholar google

scholar google
  1. Μηχανή αναζήτησης ελληνικών ψηφιακών βιβλιοθηκών http://openarchives.gr/
  2. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (EAΔΔ) http://phdtheses.ekt.gr/eadd/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

love dance

From Φ

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

To μυαλό σου συνομωτεί εναντίον σου

συνομολογώ
Όταν υπάρχει κάτι που δεν το ξέρεις, πώς ξέρεις ότι δεν υπάρχει;
To μυαλό σου συνομωτεί εναντίον σου
συνομολογώ

ὄμνυμι. ἢ ὀμνύω' ὁρκίζομαι
ορκίζομαι
Συνομολογέω Συνεποτρυνω
συνισταμαι, συμφερω, συμφρονεω, σνγκροτεω, συνομνυμι, συνοιαπρασσω, πρασσια, Σνμπρεπης
ίυνομνϋω
προσόμνυμι, συνόμνυμι 'παίρνω μέρος σε συνομωσία', ὑπόμνημαι 'ορκίζομαι
συνόμνυμι, συνίςαμαι συμπλοκή, συναφή Οοηηεείο συμπλέκω, συνάπτω συμπεπλεγμένος
ὄμνυμι ὄμνυς ὄμνυσι ὄμνυμεν ὄμνυτε ὀμνύασι, ὀμνύω ὀμνύῃς ὀμνύῃ ὀμνύωμεν ὀμνύητε ὀμνύωσι

συνόμνυμι
Die Echelon Verschwörung
συνόμνυμι. to swear together
(-ομόμεκα) *συνοξύν» 6715,7 ". σύνοφρυϊ
μίλησε περί καλῆς «συνωμοσίας», 
μέ τήν θετική καί γιά τό καλό ἔννοια, 
ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τήν ἐτυμολογία τοῦ ῥήματος «συνόμνυμι»
  1. To μυαλό σου συνομωτεί εναντίον σου?
  2. Όταν θες κάτι πολύ όλο το σύμπαν συνομωτεί εναντίον σου…
  3. Όχι το σύμπαν δεν συνωμοτεί εναντίον σας.
  4. Όταν υπάρχει κάτι που δεν το ξέρεις, πώς ξέρεις ότι δεν υπάρχει;
  5. To μυαλό σου συνομωτεί εναντίον σου
  6. To μυαλό σου συνομωτεί εναντίον σου.
  7. νταρναταλαδες που γελανε οπως γελαγαν στην εφηβια
  8. γελαμε οπως γελαγαν στην εφηβεία  

http://www.scribd.com/doc/13257509/-219310-
ΣΕΛ. 219-310 ΛΕΞΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ http://scr.bi/AuQIkA
ὄμνυμι ὄμνυς ὄμνυσι ὄμνυμεν ὄμνυτε ὀμνύασι, ὀμνύω ὀμνύῃς ὀμνύῃ ὀμνύωμεν ὀμνύητε ὀμνύωσι
συνωμοσία η [sinomosíaΟ25 : 1α.(νομ.) μυστική συνεννόηση ομάδας τριών τουλάχιστον ατόμων, που έχει σκοπό την ανατροπή μιας καθιερωμένης τάξης στον πολιτικό ή στο στρατιωτικό τομέα: Aξιωματικοί εξύφαναν ~ εναντίον της ηγεσίας του στρατού / για την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης. Συμμετοχή σε ~.Οργάνωση / αποκάλυψη συνωμοσίας. H ~ άπλωσε τα πλοκάμια της. β. μυστικές και ύπουλες ενέργειες δύο ή περισσότερων προσώπων, με σκοπό τη βλάβη ή την εξουδετέρωση κάποιου άλλου: Έκαναν ολόκληρη ~ για να εμποδίσουν την προαγωγή του / για να ματαιώσουν τα σχέδια των πολιτικών αντιπάλων τους. 2.μυστική συνεννόηση προσώπων ενός φιλικού ή συγγενικού κύκλου, που έχει σκοπό την προστασία ή την εξυπηρέτηση μέλους ή μελών που ανήκουν σ΄ αυτό: Έγινε ~ ολόκληρης της οικογένειας, για να τον εμποδίσουν να πουλήσει την περιουσία του. || (έκφρ.) ~ σιωπής, συμφωνημένη άρνηση να μη γίνει κτ. γνωστό, να μην έρθει κτ. στη δημοσιότητα.
[λόγ.: 1: αρχ. συνωμοσία· 2: σημδ. γαλλ. conspiration]
συνωμότης ο [sinomótis] Ο10 θηλ. συνωμότρια [sinomótria] & συνωμότισσα [sinomótisa] Ο27 : αυτός που οργανώνει ή που παίρνει μέρος σε μια συνωμοσία.
[λόγ. < αρχ. συνωμότης· λόγ. συνωμό(της) -τρια· λόγ. συνωμότ(ης) -ισσα]
συνωμοτικός -ή -ό [sinomotikós] Ε1 : που έχει σχέση με το συνωμότη ή με τη συνωμοσία: Aποκαλύφθηκε η συνωμοτική δράση / το συνωμοτικό σχέδιο των επαναστατών. Συνωμοτικές οργανώσεις έδρασαν κατά την περίοδο του Mακεδονικού Aγώνα. συνωμοτικά ΕΠIΡΡ: Mονάδες στρατού κινούνται ~. Mου έγνεψε ~. H Mαρία μού γέλασε ~, πειραχτικά, όταν κάποιοι προετοιμάζουν κάποια ευχάριστη έκπληξη.
[λόγ. < ελνστ. επίρρ. συνωμοτικ(ῶς) -ός (αναδρ. σχημ.)]
συνωμοτώ [sinomotó] Ρ10.9α : 1.οργανώνω συνωμοσία ή μετέχω σε συνωμοσία: α. για να αφαιρέσω την εξουσία από κάποιο πρόσωπο ή για να καταλύσω κπ. θεσμό. β. για να προξενήσω βλάβη σε κάποιο πρόσωπο. || (έκφρ.) κτ. συνωμοτεί εναντίον κάποιου, όταν εξωτερικοί παράγοντες δεν ευνοούν την επιτυχία κάποιου σκοπού, κάποιων σχεδίων του: Kαι ο καιρός ακόμη συνωμοτεί εναντίον μας και μας χαλάει την εκδρομή. 2. (μτφ.) συνεργάζομαι με άλλους μυστικά, για να πετύχω· κάνω συνωμοσία2.
[λόγ. συνωμότ(ης) -ώ κατά τη σημ. του αρχ. συνόμνυμι]
συνωμοσία η [sinomosía] Ο25 : 1α.(νομ.) μυστική συνεννόηση ομάδας τριών τουλάχιστον ατόμων, που έχει σκοπό την ανατροπή μιας καθιερωμένης τάξης στον πολιτικό ή στο στρατιωτικό τομέα: Aξιωματικοί εξύφαναν ~ εναντίον της ηγεσίας του στρατού / για την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης. Συμμετοχή σε ~. Οργάνωση / αποκάλυψη συνωμοσίας. H ~ άπλωσε τα πλοκάμια της. β. μυστικές και ύπουλες ενέργειες δύο ή περισσότερων προσώπων, με σκοπό τη βλάβη ή την εξουδετέρωση κάποιου άλλου: Έκαναν ολόκληρη ~ για να εμποδίσουν την προαγωγή του / για να ματαιώσουν τα σχέδια των πολιτικών αντιπάλων τους. 2. μυστική συνεννόηση προσώπων ενός φιλικού ή συγγενικού κύκλου, που έχει σκοπό την προστασία ή την εξυπηρέτηση μέλους ή μελών που ανήκουν σ΄ αυτό: Έγινε ~ ολόκληρης της οικογένειας, για να τον εμποδίσουν να πουλήσει την περιουσία του. || (έκφρ.) ~ σιωπής, συμφωνημένη άρνηση να μη γίνει κτ. γνωστό, να μην έρθει κτ. στη δημοσιότητα.
[λόγ.: 1: αρχ. συνωμοσία· 2: σημδ. γαλλ. conspiration]

συνωμότης ο [sinomótis] Ο10 θηλ. συνωμότρια [sinomótria] & συνωμότισσα [sinomótisa] Ο27 : αυτός που οργανώνει ή που παίρνει μέρος σε μια συνωμοσία.
[λόγ. < αρχ. συνωμότης· λόγ. συνωμό(της) -τρια· λόγ. συνωμότ(ης) -ισσα]

συνωμοτικός -ή -ό [sinomotikós] Ε1 : που έχει σχέση με το συνωμότη ή με τη συνωμοσία: Aποκαλύφθηκε η συνωμοτική δράση / το συνωμοτικό σχέδιο των επαναστατών. Συνωμοτικές οργανώσεις έδρασαν κατά την περίοδο του Mακεδονικού Aγώνα. συνωμοτικά ΕΠIΡΡ: Mονάδες στρατού κινούνται ~. Mου έγνεψε ~. H Mαρία μού γέλασε ~, πειραχτικά, όταν κάποιοι προετοιμάζουν κάποια ευχάριστη έκπληξη.
[λόγ. < ελνστ. επίρρ. συνωμοτικ(ῶς) -ός (αναδρ. σχημ.)]

συνωμοτώ [sinomotó] Ρ10.9α : 1.οργανώνω συνωμοσία ή μετέχω σε συνωμοσία: α. για να αφαιρέσω την εξουσία από κάποιο πρόσωπο ή για να καταλύσω κπ. θεσμό. β. για να προξενήσω βλάβη σε κάποιο πρόσωπο. || (έκφρ.) κτ. συνωμοτεί εναντίον κάποιου, όταν εξωτερικοί παράγοντες δεν ευνοούν την επιτυχία κάποιου σκοπού, κάποιων σχεδίων του: Kαι ο καιρός ακόμη συνωμοτεί εναντίον μας και μας χαλάει την εκδρομή. 2. (μτφ.) συνεργάζομαι με άλλους μυστικά, για να πετύχω· κάνω συνωμοσία2.
[λόγ. συνωμότ(ης) -ώ κατά τη σημ. του αρχ. συνόμνυμι]
[PDF] 

ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Α, Β, Γ, ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ps.privateschools.gr/.../Arxaia_Ellhnikh.../Leksiko_Arxaias_Ellinikis...
File Format: PDF/Adobe Acrobat
προσπάθεια έπρεπε να βασιστεί στο εγκυρότερο λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής, τολεξικό των Henry Liddell, Robert Scott και Henry Jones (= LSJ, αρ. 1 στη βιβλιο-

  • ΛΗΜΜΑ

    • ὄμνυμι και ὀμνύω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. υπόσχομαι με όρκο, ορκίζομαι |με σύστ. Α |με δοτ. προσ. 2. ορκίζομαι για κτ., επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ. με όρκο |με αιτ. |με απρφ. κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι) |απόλ. |ως μτχ. πρκ. ὀμωμοκώς-ότες 3. ορκίζομαι σε κπ. ή σε κτ., επικαλούμαι ως μάρτυρα |με αιτ. προσ. ή πράγμ., στο οποίο ορκίζεται κπ. |με δοτ. προσ. |με πρόθ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1. (προκειμένου για όρκο) δίνομαι, εκφωνούμαι 2. με επικαλείται κπ. σε όρκο
    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΟΜΝΥΜΙ >
    • Από: ὀμ + -νυ- + -μι.
    • Αβέβαιη ετυμολογία (πβ. σανσκρ. amiti).
    • Ο αόρ. ὤμοσα οδηγεί σε θ. ὀμο-, οπότε ο μέλλ. ὀμοῦμαι θα παράγεται από *ὀμό-ομαι. Ο πρκ. ὀμ-ώμο-κα είναι νεότερος σχηματισμός που απαντά για πρώτη φορά στην αττική διάλεκτο (αττ. διπλασιασμός).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • επικ. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ αόρ. ὤμοσσα και ὄμοσ(σ)α
    • ὄμνυμι και ὀμνύω, ὤμνυν και ὤμνυον, μέσος μέλλ. με ενεργητική σημασία ὀμοῦμαι και (μτγν. ὀμόσω), ὤμοσα, ὀμώμοκα, ὠμωμόκειν, (σύνθ. - ὀμωμοκὼς ἔσομαι)
    • (σύνθ. -όμνυμαι), (σύνθ. -ωμνύμην), -, (σύνθ. -ὠμοσάμην), 3. εν. πρκ. ὀμώμο(σ)ται, 3. πληθ. πρκ. ὀμώμονται ΑΝΔΟΚ, μτχ. ὀμωμοσμένος
    • παθ. μέλλ. ὀμοσθήσομαι, παθ. αόρ. ὠμόσθην και σπάνια ὠμόθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἀνώμοτος 'χωρίς όρκο', συνώμοτον 'κοινοπραξία που σχηματίζεται με όρκο', συνωμότης, ἀντωμοσία 'όρκος που γίνεται από τον κατήγορο ή το συνήγορο', διωμοσία 'όρκος που γίνεται από κοινού κατά τη διάρκεια της ανάκρισης', ἐξωμοσία, κατωμοσία, ὑπωμοσία, ὀρκωμοσία
      • ρήματα: ἀντόμνυμι 'ορκίζομαι κι εγώ', ἀπόμνυμι 'ορκίζομαι ότι δεν, αρνούμαι', διόμνυμαι, ἐξόμνυμαι 'αρνούμαι με όρκο', ἐπόμνυμαι 'επιβεβαιώνω με όρκο', κατόμνυμι 'επιβεβαιώνω την κατηγορία εναντίον κάποιου με όρκο', προόμνυμι 'ορκίζομαι εκ των προτέρων', προσόμνυμι, συνόμνυμι 'παίρνω μέρος σε συνομωσία', ὑπόμνημαι 'ορκίζομαι ότι κάποιος έχει σοβαρό λόγο να απουσιάζει από το δικαστήριο και προκαλώ με αυτόν τον τρόπο αναβολή της δίκης', ὁρκωμοτέω-ῶ
      • επίθετα: ἀπώμοτος 'δεσμευμένος με όρκο να μην κάνει κάτι', διώμοτος 'δεσμευμένος με όρκο', ἐνώμοτος, ἐπώμοτος
      • επιρρήματα: ἀνωμοτί 'χωρίς όρκο'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ὁρκωμότης, ὄμοσις 'όρκος'
      • επίθετα: ἀπωμοτικός, ἐπωμοτικός, κατωμοτικός, συνωμοτικός
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • εξωμότης, εξωμοτούντες, συνωμότισσα, συνωμοτέω-ώ, συνωμοτικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. μόσιμο, Καππ. ομασά, ᾽μασία 'όρκος', Πόντ. ομνύω, ομνύγω, ομνύζω, ιμνύζω, ομνώ, εμόνω, Καππ. ομανίσκω, Καλ. Κύπ. ομόν-νω, Ήπ. αμόνου 'ορκίζομαι'

§
Aziz Nesin (b. Mehmet Nusret Nesin,¶ December 20, 1915 – July 6, 1995) was a famous Turkish writer and humorist of Crimean Tatar origin[2][3] and author of more than 100 books.
Ὄμνυμι Ἀπόλλωνα ἰητρὸν, καὶ Ἀσκληπιὸν, καὶ Ὑγείαν, καὶ Πανάκειαν, καὶ θεοὺς πάντας τε καὶ πάσας, ἵστορας ποιεύμενος, ἐπιτελέα
μίλησε περί καλῆς «συνωμοσίας», μέ τήν θετική καί γιά τό καλό ἔννοια, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τήν ἐτυμολογία τοῦ ῥήματος «συνόμνυμι»
To μυαλό σου συνομωτεί εναντίον σου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

thinker

From Φ